Γράφει ο Γιώργος Βενέτης

Η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003 βασίστηκε στην κατηγορία ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν κατείχε όπλα μαζικής καταστροφής και είχε διασυνδέσεις με την τρομοκρατία. Παρά τις δημόσιες διαβεβαιώσεις του Τζορτζ Μπους και του Τόνι Μπλερ περί ύπαρξης αποδείξεων, τα όπλα αυτά δεν βρέθηκαν ποτέ. Όπως σχολίασε ο Αντρέ Φονταίν στη Le Monde, τα πραγματικά κίνητρα ήταν η επιθυμία του Μπους να κλείσει λογαριασμούς, με βλέμμα στο πετρέλαιο και στις προεδρικές εκλογές του 2004. Η εισβολή πραγματοποιήθηκε χωρίς έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, άρα χωρίς νομική κάλυψη, εκτός αν θεωρηθεί ότι υπήρχε άμεση ένοπλη επίθεση — κάτι που δεν συνέβη.

Η επέμβαση στο Ιράκ δεν στηρίχθηκε μόνο σε ψεύδη, αλλά και σε διεθνείς πιέσεις, με κυριότερη αυτή του Ισραήλ, το οποίο συστηματικά επιδιώκει να παρασύρει τις ΗΠΑ σε πολέμους που εξυπηρετούν τα δικά του στρατηγικά συμφέροντα. Το αποτέλεσμα ήταν μία χώρα διαλυμένη, με τεράστιο ανθρώπινο κόστος. Σύμφωνα με την εταιρεία Opinion Research Business, μέχρι τον Αύγουστο του 2007, είχαν χάσει τη ζωή τους από 946.000 έως 1.200.000 Ιρακινοί, στρατιωτικοί και άμαχοι. Το Ιράκ βυθίστηκε στο χάος και τελικά μετατράπηκε σε σύμμαχο του Ιράν, του βασικού γεωπολιτικού αντιπάλου των ΗΠΑ στην περιοχή. Ο ίδιος ο Τόνι Μπλερ το 2016 παραδέχθηκε: «Ήταν η δυσκολότερη απόφαση που έλαβα ποτέ (…) την έλαβα καλή τη πίστει. Αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη. Εκφράζω τη λύπη μου, διατυπώνω τη μεταμέλειά μου και ζητάω συγγνώμη (…)». Ωστόσο, οι δηλώσεις μεταμέλειας δεν μπορούν να αναιρέσουν τις τραγικές συνέπειες εκείνης της επιλογής.

Η κατάσταση που εξελίσσεται σήμερα γύρω από το Ιράν μοιάζει επικίνδυνα με εκείνη του 2003. Παρά τις επίσημες εκθέσεις των αμερικανικών υπηρεσιών, που διαψεύδουν κάθε ενεργή προσπάθεια του Ιράν για ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, το αφήγημα περί «ιρανικής πυρηνικής απειλής» συνεχίζει να καλλιεργείται. Η Διευθύντρια των Εθνικών Πληροφοριών των ΗΠΑ, Τούλσι Γκάμπαρντ, ανέφερε στο Ετήσιο Πόρισμα Απειλών: «Το Ιράν δεν αναπτύσσει πυρηνικά όπλα. Ο Ανώτατος Ηγέτης Αλί Χαμενεΐ δεν έχει εγκρίνει την επανεκκίνηση του προγράμματος που είχε διακοπεί το 2003». Ωστόσο, το Κογκρέσο δεν έλαβε υπόψη του αυτά τα στοιχεία. Ούτε και ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος φέρεται να δήλωσε: «Δεν με νοιάζει τι είπε», αποκλείοντας τη Γκάμπαρντ από συσκέψεις του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας.

Ο επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας, Ραφαέλ Γκρόσι, δήλωσε επίσης πως δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι το Ιράν εργάζεται για την κατασκευή πυρηνικής βόμβας ή προετοιμάζεται για κάτι τέτοιο. Παρ’ όλα αυτά, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου διατηρεί εδώ και 25 χρόνια το ίδιο αφήγημα, μιλώντας για μια διαρκή «υπαρξιακή απειλή». Η συγκυρία δεν είναι τυχαία: μόλις απέφυγε την πρόταση μομφής στην Κνεσέτ και αντιμετωπίζει σοβαρές κατηγορίες για διαφθορά. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του, φαίνεται, αποσκοπούν και σε εσωτερική πολιτική διάσωση.

Η πρόσφατη αμερικανική επίθεση στόχευσε, σύμφωνα με ιρανικές πηγές, την είσοδο του πυρηνικού σταθμού εμπλουτισμού στο Φορντόου — εγκατάσταση που βρίσκεται δεκάδες μέτρα κάτω από το έδαφος. Οι βασικές φυγοκεντρητές είχαν ήδη αφαιρεθεί και πιθανώς μεταφερθεί σε υπόγειες ή κινητές εγκαταστάσεις, εκτός αμερικανικής εμβέλειας. Παρά τις θριαμβολογίες της Ουάσινγκτον, η υποδομή παρέμεινε άθικτη. Ούτε διαπιστώθηκαν σημάδια έκρηξης, σεισμικές ενδείξεις ή διαρροές ραδιενέργειας, γεγονός που επιβεβαιώνει πως δεν χτυπήθηκε ο κύριος πυρηνικός στόχος.

Η βασική εγκατάσταση εμπλουτισμού του Ιράν υπολογίζεται ότι βρίσκεται σε βάθος περίπου 100 μέτρων κάτω από βραχώδες υπέδαφος, την ώρα που η πιο ισχυρή αμερικανική βόμβα διείσδυσης (GBU-57) φτάνει μόλις στα 60 μέτρα. Άρα, ο στόχος ήταν εξ αρχής απρόσβλητος από αεροπορική επίθεση. Η Υπηρεσία Στρατιωτικών Πληροφοριών των ΗΠΑ (DIA), σε διαρροή εσωτερικής έκθεσης, αναφέρει πως οι επιθέσεις πιθανώς καθυστέρησαν το πυρηνικό πρόγραμμα μόνο για λίγους μήνες και δεν επηρέασαν καθοριστικά το απόθεμα ουρανίου.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι η στρατιωτική δράση αυτή καθαυτή, αλλά το ότι αυτή θεμελιώνεται σε ψεύδη. Οι κυβερνήσεις που επιλέγουν να παραβλέπουν τις εκθέσεις των δικών τους υπηρεσιών για να προωθήσουν πολεμική ατζέντα, διαπράττουν ένα πολιτικό και ηθικό σκάνδαλο. Ακόμα κι αν το Ιράν αποφάσιζε να κατασκευάσει πυρηνικό όπλο, θα χρειαζόταν χρόνο και τεχνογνωσία. Η IAEA εκτίμησε τον Μάιο ότι το Ιράν διαθέτει 408,6 κιλά εμπλουτισμένου ουρανίου, με παραγωγή 33,5 κιλών τον μήνα. Όμως, η πλήρης εξάλειψη αυτής της δυνατότητας είναι σχεδόν αδύνατη, ειδικά εφόσον πιθανώς υπάρχουν άγνωστες εγκαταστάσεις. Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη απ’ ό,τι υποστηρίζει η πολεμική ρητορική Ουάσινγκτον και Τελ Αβίβ.

ΠΗΓΗ: MILITAIRE