Από την 1η Αυγούστου, εφόσον επιβεβαιωθούν, οι σχεδιαζόμενοι δασμοί 30% σε ευρωπαϊκά αγαθά ενδέχεται να πλήξουν καίριους και στρατηγικής σημασίας τομείς της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το κρίσιμο ερώτημα για το πώς η Ένωση θα πρέπει να ανταποκριθεί στις τελευταίες ανακοινώσεις του Αμερικανού προέδρου Τραμπ, αναφορικά με την επιβολή γενικών δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα, κυριαρχεί στις συζητήσεις της σημερινής συνόδου των 27 υπουργών Εμπορίου της ΕΕ στις Βρυξέλλες.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει να αποτρέψει νέα κλιμάκωση στην εμπορική διαμάχη με τις Ηνωμένες Πολιτείες», σημειώνουν πηγές της αγοράς στη «Ναυτεμπορική». Εντούτοις, δεν είναι βέβαιο κατά πόσον όλα τα κράτη-μέλη θα στοιχηθούν πίσω από τη γραμμή της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία προκρίνει την αποφυγή συγκρουσιακής στάσης απέναντι στην Ουάσιγκτον.
«Η παρατεταμένη αβεβαιότητα δεν είναι βιώσιμη», ανέφερε ο Ευρωπαίος Επίτροπος Εμπορίου Μάρος Σέφκοβιτς κατά την άφιξή του στο Συμβούλιο Υπουργών. «Οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι για όλα τα πιθανά ενδεχόμενα, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης, αν απαιτηθεί, να προχωρήσουμε σε ανάλογα και ισορροπημένα μέτρα για την αποκατάσταση της διατλαντικής ισορροπίας», υπογράμμισε ο Σέφκοβιτς.
Ο Ευρωπαίος Επίτροπος τόνισε επίσης ότι θα συνεχίσει τις επαφές με τους Αμερικανούς ομολόγους του μέσα στην ημέρα για το ζήτημα των δασμών. «Εξακολουθούμε να θεωρούμε πως η διατλαντική μας συνεργασία αξίζει μια λύση μέσα από διαπραγματεύσεις, ικανή να δημιουργήσει τα θεμέλια για νέα σταθερότητα και ενίσχυση της συνεργασίας. Για τον λόγο αυτό, κρατάμε ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με την αμερικανική κυβέρνηση», εξήγησε ο Μάρος Σέφκοβιτς.
Αναλυτές της UniCredit εκτιμούν ότι η εξαγγελία δασμών 30% στην Ευρώπη και το Μεξικό από την 1η Αυγούστου μπορεί να αποτελεί απλώς μια διαπραγματευτική κίνηση του Ντόναλντ Τραμπ. «Ενδεχομένως πρόκειται για μια στρατηγική αναβολής, η οποία στοχεύει παράλληλα στην ενίσχυση της πολιτικής του βάσης στο εσωτερικό των ΗΠΑ», εκτιμούν οι οικονομικοί αναλυτές της Unicredit. Οι ίδιοι συστήνουν στους επενδυτές να προτιμήσουν διακράτηση σταθερών επενδυτικών τίτλων και να στραφούν σε κρατικά ομόλογα υψηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης από την Ευρωζώνη, έναντι των αμερικανικών, τα οποία ενδέχεται να αντιμετωπίσουν περαιτέρω μεταβολές στις αποδόσεις τους.
Ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς δεν έχει εγκαταλείψει τις προσπάθειες για την επίτευξη μιας συμφωνίας με την Ουάσιγκτον. «Οι επόμενες δυόμισι εβδομάδες μέχρι την 1η Αυγούστου είναι κρίσιμες και πρέπει να αξιοποιηθούν πλήρως για την εξεύρεση λύσης», δήλωσε κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης θερινής συνέντευξής του στο γερμανικό δίκτυο ARD.
Ο Γερμανός καγκελάριος εξέφρασε έντονη ανησυχία για τις πιθανές επιπτώσεις στη γερμανική οικονομία, στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία. «Εάν αυτό συμβεί, θα χρειαστεί να αναθεωρήσουμε βασικούς άξονες της οικονομικής μας πολιτικής. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε ευρείες συνέπειες και θα έπληττε σφοδρά τη γερμανική εξαγωγική βιομηχανία», προειδοποίησε ο Μερτς.
Από την 1η Αυγούστου, εφόσον οι νέοι δασμοί 30% τεθούν σε εφαρμογή, αναμένεται να επιφέρουν σοβαρό πλήγμα σε κομβικούς τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας και να επηρεάσουν εξαγωγές συνολικής αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ο κλάδος των αγροδιατροφικών προϊόντων φαίνεται να είναι αυτός που θα υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες – γεγονός που αφορά άμεσα και τις ελληνικές εξαγωγές. Με την επιβολή των δασμών, η τιμή των ευρωπαϊκών αγροτικών προϊόντων στις ΗΠΑ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 45% για το τυρί, 35% για το κρασί και 42% για μαρμελάδες και παραδοσιακά γλυκίσματα. Ο τομέας της γαλλικής οινοπαραγωγής έχει ήδη σημάνει συναγερμό, καθώς η αμερικανική αγορά αποτελεί τη σημαντικότερη διεθνή αγορά της, με εξαγωγές 3,8 δισ. ευρώ για το 2024.
Σύμφωνα με αναλύσεις, οι δασμοί 30% ενδέχεται να στοιχίσουν στις αμερικανικές οικογένειες και στην ευρωπαϊκή αγροδιατροφική παραγωγή πάνω από 2,3 δισεκατομμύρια ευρώ.
Οι ελληνικές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες κατέγραψαν αύξηση 13,9% το προηγούμενο έτος, φθάνοντας τα 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι ΗΠΑ αποτελούν τον πέμπτο μεγαλύτερο προορισμό για τα ελληνικά προϊόντα, μετά την Ιταλία, τη Βουλγαρία, τη Γερμανία και την Κύπρο, αντιπροσωπεύοντας το 4,9% των συνολικών εξαγωγών της χώρας. Μεταξύ των κυριότερων εξαγώγιμων ελληνικών προϊόντων περιλαμβάνονται τα πετρελαιοειδή, ο χαλκός, το τσιμέντο, τα φάρμακα, το ελαιόλαδο, τα φρούτα, τα λαχανικά και τα γαλακτοκομικά.
Ο φαρμακευτικός κλάδος συνιστά την πιο σημαντική ευρωπαϊκή εξαγωγική κατηγορία προς τις ΗΠΑ, με ποσοστό 22,5% του συνόλου των εξαγωγών το 2024. Αν και προς το παρόν δεν συμπεριλαμβάνεται στα προϊόντα που θα επιβαρυνθούν με δασμούς, ο τομέας παραμένει σε εγρήγορση. Ορισμένες εταιρείες ήδη μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους επί αμερικανικού εδάφους, ενώ ταυτόχρονα καλούν την ΕΕ να απλοποιήσει τις διαδικασίες, προκειμένου να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον.
Ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας είναι από τους πλέον ευάλωτους. Το 2024, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξήγαγε στις ΗΠΑ περίπου 750.000 οχήματα, αξίας 38,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες – BMW, Mercedes, Porsche και Audi – είναι από τους βασικούς εξαγωγείς. Η αμερικανική αγορά καλύπτει σχεδόν το 25% του ετήσιου τζίρου της Mercedes, ενώ η Volkswagen έχει ήδη υποστεί σημαντική πτώση στις παραδόσεις μετά την εφαρμογή προηγούμενων δασμολογικών μέτρων.
Η ευρωπαϊκή αεροναυτική βιομηχανία βρίσκεται ήδη υπό καθεστώς δασμών 25% στον χάλυβα και το αλουμίνιο και 10% στα τελικά προϊόντα. Παρά τις εκκλήσεις Airbus και Boeing για την άρση των εμπορικών φραγμών στην αεροπορική έκθεση του Παρισιού τον Ιούνιο, οι νέοι περιορισμοί ενδέχεται να αυξήσουν περαιτέρω το κόστος παραγωγής και να πλήξουν τις διατλαντικές συμφωνίες προμηθειών.
Τα ευρωπαϊκά καλλυντικά και είδη πολυτελείας – κυρίως γαλλικά και ιταλικά – ενδέχεται επίσης να βρεθούν στο στόχαστρο. Η L’Oréal αντλεί το 38% των συνολικών της εσόδων για το 2024 από τις ΗΠΑ, και ήδη εξετάζει την ενίσχυση της τοπικής παραγωγής, χωρίς να αποκλείει αυξήσεις στις τελικές τιμές λόγω των επιβαρύνσεων.
Για τις εταιρείες πολυτελών προϊόντων, το διακύβευμα είναι η υπονόμευση μιας βασικής διεθνούς αγοράς. Η γαλλική LVMH αποκομίζει το 25% των εσόδων της από τις Ηνωμένες Πολιτείες – με το 34% να αφορά κρασιά και οινοπνευματώδη. Ο ιδρυτής του ομίλου, Μπερνάρ Αρνό, έχει ήδη ζητήσει λύση μέσω διαπραγματεύσεων, ενώ προτείνει και τη δημιουργία διατλαντικής ζώνης ελεύθερου εμπορίου. Η Hermès, η οποία κατάφερε να απορροφήσει προηγούμενους δασμούς της τάξης του 10% με αυξήσεις τιμών, δηλώνει πως μια ενδεχόμενη επιβάρυνση 30% θα καταστήσει πολλά από τα προϊόντα της απρόσιτα για τον μέσο Αμερικανό καταναλωτή.
ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ.gr
Be the first to write a comment.