Του Αναστάσιου Τζιόμπανου*

Σαν σήμερα, πριν από 51 χρόνια, η Τουρκία εισέβαλε βίαια στην Κυπριακή Δημοκρατία, διαπράττοντας κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και της κυριαρχίας ενός ανεξάρτητου κράτους. Παρότι η εισβολή του 1974 αποτελεί ιστορικά ένα γεγονός με αρχή, στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ τέλος. Δεν έχει υπογραφεί καμία συνθήκη ειρήνης, ενώ η λεγόμενη “Πράσινη Γραμμή” δεν αποτελεί σύνορο αλλά γραμμή κατάπαυσης του πυρός – μια ουλή στον χάρτη, όπου ο χρόνος παραμένει παγωμένος.

Η παρουσία άνω των 40.000 Τούρκων στρατιωτών στις κατεχόμενες περιοχές συνιστά αδιαμφισβήτητη απόδειξη της συνεχιζόμενης εμπόλεμης κατάστασης και της τουρκικής κατοχής. Η Κύπρος, μέσα σε μια έκταση μόλις 9.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, έχει αναδειχθεί στο πλέον στρατιωτικοποιημένο νησί του πλανήτη. Στο έδαφός της υπάρχουν τρεις διαφορετικοί στρατοί και συγκεντρώνονται επαρκή μέσα στρατιωτικής ισχύος ώστε να προκαλέσουν την ολοκληρωτική της καταστροφή όχι μία, αλλά πολλές φορές.

Δυστυχώς, μεγάλο μέρος της πολιτικής ηγεσίας αγνοεί αυτή την ωμή πραγματικότητα. Πενήντα ένα χρόνια μετά, αντί να αναδεικνύεται η εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή ως το υπ’ αριθμόν ένα εθνικό θέμα, συζητούμε για οδοφράγματα και αποναρκοθετήσεις, σαν να αρκεί ένα αόρατο διπλωματικό χέρι να σταματήσει την επόμενη ορμή των τουρκικών αρμάτων. Το διεθνές δίκαιο είναι πράγματι πυξίδα μας – αλλά δεν αρκεί. Οφείλουμε να πορευόμαστε με τις αρχές του, αλλά και να προετοιμαζόμαστε για κάθε ενδεχόμενο, ακόμα και για έναν δεύτερο Αττίλα.

Την ώρα που η Τουρκία διακηρύσσει ανοικτά την επιδίωξη λύσης δύο κρατών, εμείς επιμένουμε να επαναφέρουμε προτάσεις που η πλειοψηφία του κυπριακού λαού έχει ήδη απορρίψει δημοκρατικά. Η επιμονή σε μοντέλα λύσης που δεν ανταποκρίνονται στις ιστορικές εμπειρίες και τα βιώματα του λαού, υπονομεύει την εθνική αξιοπρέπεια και τη λαϊκή κυριαρχία. Δεν πρόκειται για άσκηση θεωρητικής προσέγγισης, αλλά για μια πραγματικότητα που απαιτεί νηφαλιότητα, στρατηγική και επίγνωση του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων. Οι Τουρκοκύπριοι, στην ουσία, δεν έχουν ενεργό ρόλο στον καθορισμό της πολιτικής κατεύθυνσης· είναι οι πρώτοι όμηροι μιας ευρύτερης νεο-οθωμανικής στρατηγικής της Άγκυρας, που επιδιώκει τη σταδιακή μετατροπή της Κύπρου σε γεωπολιτικό προτεκτοράτο.

Όσο κι αν ορισμένοι συνεχίζουν να επενδύουν στη ρητορική περί “συμφιλίωσης”, τα γεγονότα παραμένουν αμείλικτα. Για εμάς, η 20ή Ιουλίου είναι ημέρα τραγικής μνήμης, πένθους και ξεριζωμού· για την τουρκική πλευρά, όπως έχει δηλώσει απερίφραστα και ο Ερσίν Τατάρ, αποτελεί “ημέρα απελευθέρωσης”. Ο Αττίλας παρουσιάζεται ως λυτρωτής και όχι ως κατακτητής. Με τέτοια θεμελιωδώς αντίθετα αφηγήματα, πώς είναι δυνατόν να οικοδομηθεί μια κοινή βάση λύσης; Πώς μπορεί να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος μέσα από άτυπες συναντήσεις και τεχνητά Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, όταν ο ίδιος ο κατακτητής θέτει εκτός διαπραγματευτικού πλαισίου το ίδιο το διεθνές δίκαιο; Ο κυπριακός λαός οφείλει να διατηρήσει τη φωνή του δυνατή, νηφάλια αλλά και αποφασιστική. Γιατί η λήθη, σ’ αυτές τις στιγμές, δεν είναι ούτε ειρήνη ούτε πρόοδος – είναι συνθηκολόγηση.