Την τελευταία δεκαετία, η Άγκυρα καλλιεργεί μια φιλόδοξη αφήγηση: ότι μετατρέπεται σε παγκόσμια δύναμη στον τομέα της αμυντικής τεχνολογίας. Από τα drones μέχρι τα άρματα μάχης, τα ελικόπτερα και τα μαχητικά αεροσκάφη, τα φιλοκυβερνητικά μέσα παρουσιάζουν μια Τουρκία που σπάει την εξάρτηση από το εξωτερικό και εισέρχεται σε μια νέα εποχή αυτάρκειας. Πίσω, όμως, από τις εντυπωσιακές ομιλίες, τα λαμπερά σποτ και τις προσεκτικά σκηνοθετημένες τελετές, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική: πολλά προγράμματα που προβλήθηκαν ως «εθνικά και εγχώρια» παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένα από ξένα εξαρτήματα, περιορίζονται από διεθνείς κυρώσεις ή παρουσιάζουν σοβαρές καθυστερήσεις. Το χάσμα ανάμεσα στη ρητορική και στην πραγματικότητα έχει μετατρέψει την αμυντική βιομηχανία σε βασικό εργαλείο πολιτικής προπαγάνδας του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Ο μύθος του «εθνικού και αυτόχθονος»

Το σύνθημα «yerli ve milli» («εγχώριο και εθνικό») έχει αναδειχθεί σε κεντρικό μότο του κυβερνώντος κόμματος για κάθε νέο τεχνολογικό έργο. Ωστόσο, πίσω από το επικοινωνιακό αυτό περιτύλιγμα, οι περισσότερες πλατφόρμες που παρουσιάζονται δεν είναι εξ ολοκλήρου τουρκικής σχεδίασης ή κατασκευής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το επιθετικό ελικόπτερο ATAK, το οποίο προβάλλεται ως δείγμα τουρκικής μηχανικής υπεροχής, ενώ στην πραγματικότητα στηρίζεται στο ιταλικό AgustaWestland A129 και χρησιμοποιεί κρίσιμους κινητήρες εισαγωγής. Όταν οι εξαγωγικοί περιορισμοί τέθηκαν σε ισχύ, η παραγωγή βρέθηκε αντιμέτωπη με εμπόδια.

Αντίστοιχα, το «εθνικό αυτοκίνητο» TOGG στηρίζεται σε ξένες σχεδιαστικές λύσεις, εισαγόμενα εξαρτήματα και διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού. Το πρόγραμμα του άρματος μάχης Altay, που ανακοινώθηκε ήδη από το 2008, αντιμετωπίζει συνεχείς αναβολές λόγω αδυναμίας εξεύρεσης κατάλληλου κινητήρα και συστήματος μετάδοσης. Οι προσπάθειες συνεργασίας με τη Γερμανία και τη Νότια Κορέα προσέκρουσαν σε πολιτικά εμπόδια και εμπάργκο, με αποτέλεσμα πάνω από δέκα χρόνια μετά να μην έχει ξεκινήσει η μαζική παραγωγή.

Ακόμη πιο φιλόδοξη ήταν η παρουσίαση του KAAN, του μαχητικού πέμπτης γενιάς που ο Ερντογάν πρόβαλε ως αντίπαλο του αμερικανικού F-35. Όμως, ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν παραδέχθηκε πρόσφατα ότι η Τουρκία αδυνατεί να εξασφαλίσει κινητήρες από τις ΗΠΑ λόγω των κυρώσεων CAATSA, ακυρώνοντας ουσιαστικά το αφήγημα περί ανεξαρτησίας. Το πρόγραμμα παραμένει δέσμιο της ανάγκης για αμερικανική ή ευρωπαϊκή τεχνολογία.

Η δυναστεία των drones: Μπαϊρακτάρ και Ερντογάν

Το πιο αναγνωρίσιμο «σήμα κατατεθέν» της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας είναι αναμφίβολα τα drones Μπαϊρακτάρ της Baykar, εταιρείας που ανήκει στον γαμπρό του προέδρου, Σελτσούκ Μπαϊρακτάρ. Τα UAV αυτά έχουν όντως χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα σε συγκρούσεις σε Λιβύη, Συρία, Ναγκόρνο-Καραμπάχ και Ουκρανία, αποκτώντας διεθνή φήμη ως φθηνά αλλά αποτελεσματικά μέσα.

Ωστόσο, και εδώ η εικόνα της «αυτάρκειας» είναι παραπλανητική. Αρχικά τα drones βασίζονταν σε καναδικά και δυτικά οπτικά και κινητήρες, που στη συνέχεια τέθηκαν υπό καθεστώς εμπάργκο λόγω καταγγελιών για χρήση τους σε ενεργές συγκρούσεις. Η Τουρκία έσπευσε να βρει εγχώριους προμηθευτές, αλλά η αξιοπιστία και η ποιότητα των νέων εξαρτημάτων παραμένουν αμφισβητήσιμες. Σημαντικότερη όμως από την τεχνολογία είναι η πολιτική διάσταση: ο ίδιος ο Ερντογάν έχει μετατραπεί σε «έμπορο» των drones, προωθώντας τα προσωπικά σε περιοδείες σε Αφρική, Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία. Έτσι, τα UAV έχουν αναχθεί σε εργαλείο διπλωματίας, προπαγάνδας και εξαγωγικού εμπορίου που ενισχύει την εύθραυστη τουρκική οικονομία.

Προπαγάνδα έναντι ουσιαστικής ικανότητας

Γιατί, λοιπόν, η κυβέρνηση Ερντογάν επιμένει να παρουσιάζει αυτά τα προγράμματα ως κορυφαία διεθνώς; Η απάντηση σχετίζεται κυρίως με το εσωτερικό ακροατήριο.

Η χώρα αντιμετωπίζει οικονομική αστάθεια, αυταρχικές τάσεις και αυξανόμενη διπλωματική απομόνωση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα «μεγάλα επιτεύγματα» της αμυντικής βιομηχανίας λειτουργούν τόσο ως αντιπερισπασμός όσο και ως όχημα καλλιέργειας εθνικιστικής υπερηφάνειας. Η κρατική τηλεόραση προβάλλει συνεχώς τον Ερντογάν σε πιλοτήρια, δίπλα σε άρματα μάχης ή να επαινεί μηχανικούς, ενισχύοντας την εικόνα ισχύος. Στην ουσία, η βιομηχανία αυτή χρησιμοποιείται περισσότερο για πολιτική επιβίωση παρά για την ανάπτυξη πραγματικής στρατιωτικής ισχύος.

Ένα μέλλον γεμάτο αβεβαιότητα

Η Τουρκία έχει αναμφίβολα σημειώσει πρόοδο σε συγκεκριμένους τομείς, ιδίως στα UAV και σε ορισμένα πυραυλικά συστήματα. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί περί παγκόσμιας πρωτοπορίας παραμένουν υπερβολικοί. Κρίσιμα συστήματα, όπως κινητήρες τζετ, μονάδες ισχύος αρμάτων και προηγμένα αεροηλεκτρονικά, εξακολουθούν να εξαρτώνται από ξένους προμηθευτές, ενώ οι διεθνείς κυρώσεις περιορίζουν ακόμη περισσότερο την πρόσβαση. Χωρίς σοβαρή επένδυση στην επιστημονική έρευνα, ανεξάρτητη βιομηχανική βάση και διαφανείς συνεργασίες, τα τουρκικά προγράμματα θα συνεχίσουν να είναι ευάλωτα σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς.

Συνολικά, η αποκαλούμενη «αμυντική επανάσταση» της Τουρκίας αφορά λιγότερο την τεχνολογική πρόοδο και περισσότερο την πολιτική. Πρόκειται για μια προσεκτικά σκηνοθετημένη εικόνα, σχεδιασμένη να ενισχύσει το κύρος της χώρας διεθνώς και να εδραιώσει την εξουσία του προέδρου στο εσωτερικό.

ΠΗΓΗ: MILITAIRE .gr