ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

Τα Eurofighter και η γεωπολιτική ισορροπία Τουρκίας – Ευρώπης

Published

on


Γραφεί ο Κώστας Υφαντής

Τώρα που η σκόνη έχει κατακαθίσει και το ζήτημα έχει υποχωρήσει από την πρώτη γραμμή της δημόσιας συζήτησης και, δυστυχώς, της αντιπαράθεσης, είναι ίσως πιο γόνιμο να αξιολογηθεί η συμφωνία της Τουρκίας με τη Βρετανία και τα άλλα μέρη της κοινοπραξίας για την προμήθεια μεταχειρισμένων και καινούργιων μαχητικών Eurofighter. Υπάρχουν σημαντικά ζητήματα που αξίζουν σχολιασμό.

Το πρώτο αφορά τον φόβο που κυριάρχησε στις αντιδράσεις στην Ελλάδα: η εκτίμηση ότι η Τουρκία, με αυτή την αγορά, εισέρχεται «από την πίσω πόρτα» στην ευρωπαϊκή προσπάθεια στρατηγικής αυτονόμησης και στην διαδικασία αμυντικής και τεχνολογικής χειραφέτησης. Σε κάποιο βαθμό, η εκτίμηση αυτή δεν είναι αβάσιμη. Πράγματι, η συμφωνία καθιστά την Τουρκία σημαντικό πελάτη σε χώρες και βιομηχανίες με τη δύναμη να διαμορφώσουν σε σημαντικό βαθμό το ευρωπαϊκό πλαίσιο συνεργασίας.

Ωστόσο, ο εν λόγω «φόβος» είναι στην καλύτερη περίπτωση υπερβολικός και φαίνεται να αγνοεί το ιστορικό υπόβαθρο των σχέσεων Ευρώπης (ανατολικής και δυτικής) – Τουρκίας. Στην Ελλάδα και την Κύπρο η Τουρκία αντιμετωπίζεται ως ενοχλητική, αλλά στην πλειοψηφία των Ευρωπαίων θεωρείται μια ευρωπαϊκή χώρα, ιδιαίτερα στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας. Είναι κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ με εξαιρετικές διμερείς σχέσεις σχεδόν με όλες τις χώρες της ηπείρου. Επιπλέον, βρίσκεται σε γεωπολιτικό όριο στρατηγικής σημασίας για την Ευρώπη, από τη Ρωσία έως τον Ατλαντικό.

Υπάρχουν αντιλήψεις που περιορίζουν τη δυνατότητα πλήρους ενσωμάτωσης της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως η «πολιτισμική αντίρρηση» για ένα κράτος κυρίως μουσουλμανικό, η ποιότητα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καθώς και οι προκλήσεις από τουρκικές μεταναστευτικές ροές προς τη Δύση. Παράδοξα, κάποια από αυτά τα στοιχεία καθιστούν και την ουσιαστική συνεργασία με την Τουρκία ελκυστική.

Η Τουρκία είναι μια χώρα όπου το Ισλάμ παραμένει μετριοπαθές και ενταγμένο σε μια κατά βάση κοσμική κοινωνική και πολιτική τάξη, ενώ αποτελεί ουσιαστικό εταίρο για τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών από τη Μέση Ανατολή και την Ασία σε ανεκτά επίπεδα. Αυτή η στρατηγική πραγματικότητα είναι σχεδόν αδύνατο να παρακαμφθεί. Για τη Βρετανία, την Ισπανία, την Ιταλία και άλλες χώρες, η συνεργασία με την Τουρκία είναι πολύτιμη, ειδικά σε μια εποχή όπου η Ουκρανία υφίσταται ρωσική βία και η Μέση Ανατολή βρίσκεται σε αβέβαιη γεωπολιτική μετάβαση.

Οι ελληνικές επιφυλάξεις για τη συνεργασία με την Τουρκία και την ενίσχυση των στρατιωτικών της δυνατοτήτων συγκρούονται με τα στενότερα εθνικά συμφέροντα άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Οι ελληνικές κυβερνήσεις γνωρίζουν αυτή την πραγματικότητα και, πέρα από τις προσπάθειες να συνδέσουν την ευρωτουρκική σχέση με την αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, δίνουν προτεραιότητα στην ενίσχυση των δικών τους στρατιωτικών δυνατοτήτων ώστε η ισορροπία ισχύος να διατηρείται σε ικανοποιητικά επίπεδα.

Άρα, αυτό που θα αναγκάσει την Τουρκία να μετριάσει την επιθετική της στάση είναι πρωτίστως η αξιόπιστη αποτροπή. Αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη εντατικοποίησης της διπλωματικής προσπάθειας σε Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο και Ουάσινγκτον, αλλά η διαχείριση του διπλωματικού κεφαλαίου πρέπει να είναι ορθολογική.

Ένα δεύτερο σημείο αφορά την επίδραση της προμήθειας των Eurofighter στην ελληνοτουρκική ισορροπία δυνάμεων. Όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι, εξαιτίας στρατηγικών λαθών της Άγκυρας (ρήξη με το Ισραήλ, προμήθεια ρωσικών συστημάτων), η τουρκική αεροπορία επλήγη από τον αποκλεισμό της στο πρόγραμμα των F-35. Αν η προμήθεια των 100 αεροσκαφών είχε προχωρήσει, η τουρκική αεροπορία θα θεωρούνταν σήμερα η ισχυρότερη στη Μέση Ανατολή και μια από τις πιο σύγχρονες στον κόσμο.

Η απόφαση για την αναβάθμιση της ελληνικής αεροπορικής ισχύος ήλθε σε ευνοϊκή συγκυρία και υλοποιήθηκε άμεσα και με ευρεία εσωτερική συναίνεση. Για την Τουρκία, τα Eurofighter αποτελούν σχεδόν μονόδρομο, δεδομένου ότι η ρωσική αγορά και άλλες επιλογές δεν είναι βιώσιμες για γεωπολιτικούς λόγους. Δεν είναι κακή επιλογή, αλλά πριν από λίγα χρόνια δεν ήταν ούτε καν σκέψη.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η αγορά αυτή έχει μακροπρόθεσμο χαρακτήρα και αν σηματοδοτεί στρατηγική στροφή. Υπάρχει πιθανότητα η Άγκυρα να επιταχύνει την ανάπτυξη ενός εθνικού μαχητικού, ενισχύοντας την απεξάρτησή της σε κρίσιμα πεδία. Αν η αγορά των Eurofighter στέλνει μήνυμα στον Τραμπ και την αμερικανική βιομηχανία, θα φανεί με το αίτημα για 40 F-16. Η Τουρκία παραμένει πολύτιμος πελάτης για τις ΗΠΑ, αλλά κάθε αλλαγή απαιτεί και τη βελτίωση των σχέσεων με το Ισραήλ, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

Υπάρχει και η επιλογή η Άγκυρα να στραφεί στην Ευρώπη για την αεροπορία της. Αυτό αποτελεί αλλαγή δόγματος και οι επόμενες κινήσεις θα το δείξουν. Αν ο στρατηγικός υπολογισμός της «ευρωπαϊστεί» στον τομέα της αεροπορικής ισχύος, ενδέχεται να δούμε συμμετοχή σε μελλοντικό 5ης γενιάς ευρωπαϊκό μαχητικό με 80-100 μονάδες, όπως έγινε με τα F-35.

Για την Ελλάδα, η αποτροπή της τουρκικής επιθετικότητας παραμένει πάνω από 50 χρόνια η βάση στρατηγικού σχεδιασμού. Η ισορροπία ισχύος είναι πλαίσιο διαπραγμάτευσης και όχι αυτοσκοπός. Μια ευνοϊκή ισορροπία μειώνει τις επιλογές και την όρεξη της άλλης πλευράς για αναθεωρητικές ενέργειες. Πάντα θα υπάρχουν Eurofighter που η Τουρκία μπορεί να αγοράσει.

Πηγή: Protagon.gr

Viral

Exit mobile version