ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Θα σηκώσουμε όπλα για την Ευρώπη;
Γράφει η Μαρία Δεδούση
Στην παγκόσμια Ιστορία, που έχει γραφτεί κατά ένα μεγάλο μέρος της μέσα από πολέμους, συνήθως συνέβαινε το εξής: Οι λαοί, αμυνόμενοι και επιτιθέμενοι εξίσου, αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλον έμπλεοι «εθνικού φρονήματος» και ανθρώπινου δυναμικού· ανθρώπινα λεφούσια έπεφταν στις μάχες χωρίς να αμφισβητούν τη σκοπιμότητα. Αυτό που συνήθως δυσκολεύονταν να βρουν ήταν τα χρήματα για να αγοράσουν όπλα ή να στηρίξουν γενικώς τις πολεμικές τους προσπάθειες.
Η Ευρώπη σήμερα βρίσκεται σε μια παράδοξη κατάσταση, όπου συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Λεφτά υπάρχουν (και αν δεν υπάρχουν, θα βρεθούν), όπλα μπορούμε να φτιάξουμε (και αν δεν φτιάξουμε, θα αγοράσουμε) και, τέλος πάντων, δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι λαοί της ηπείρου δεν φαίνονται διατεθειμένοι να την υπερασπιστούν.
Σε μεγάλο βαθμό αυτό συμβαίνει επειδή οι περισσότεροι δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος. Οι μεταπολεμικές γενιές, παρά την ιδεολογική αντιπαράθεση του Ψυχρού Πολέμου, μεγάλωσαν με την αντίληψη ότι «οι Ρώσοι είναι φίλοι μας» λόγω του κοινού αντιφασιστικού μετώπου του Β’ ΠΠ. Παράλληλα, η ψευδαίσθηση περί «Τέλους της Ιστορίας» παραμένει ζωντανή: βρίσκονται πλέον εν ζωή ελάχιστοι από τους ανθρώπους που έζησαν τον πόλεμο. Οι υπόλοιποι μεγαλώσαμε σε ειρήνη· μια ειρήνη που κρεμόταν διαρκώς από μια κλωστή μεν, ειρήνη παρ’ όλα αυτά, η οποία πιστέψαμε ότι θα κρατούσε για πάντα.
Ειδικά η περίπτωση της Ευρώπης είναι ιδιαίτερη: Αν και σε γενικές γραμμές η ιδεολογία που στέκεται απέναντι στους πολέμους είναι η διεθνιστική, σε εμάς το βασικό εμπόδιο στο να αντιληφθούμε την ανάγκη για κοινή άμυνα είναι ο εθνικισμός. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει αποτύχει να δώσει στους λαούς που το αποτελούν μια κοινή ταυτότητα που να υπερβαίνει ή έστω να συνυπάρχει επί ίσοις όροις με την εθνική.
Δεν φταίνε απόλυτα οι λαοί γι’ αυτό. Από τη μια οι παλιοί ανταγωνισμοί ανάμεσα στα «μεγάλα» ευρωπαϊκά κράτη δεν έχουν προλάβει να απορροφηθούν από την κοινή πορεία και συνεχίζουν να κυριαρχούν στο ευρύτερο σκηνικό. Από την άλλη, συχνά το κοινό αυτό οικοδόμημα στράφηκε εναντίον των πιο αδύναμων μελών του, ή τουλάχιστον δεν τα υποστήριξε όπως θα όφειλε. Συνεπεία αυτού, συχνά οι λαοί της Ευρώπης αντιμετωπίζουν τις Βρυξέλες ως «εχθρό» και όχι ως το κοινό τους σπίτι. Και αυτό φέρνει στην εξουσία διάφορους λαϊκιστές και «ευρωσκεπτικιστές», οι οποίοι μένουν μεν στην Ευρώπη, την υποσκάπτουν δε σταθερά.
Η ανάγκη για ενιαία άμυνα μάς βρίσκει σε μια περίοδο που η μισή Ευρώπη προσπαθεί να πείσει την άλλη μισή ότι το συμφέρον μας είναι να παραμείνουμε μαζί. Κάτι που κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα αμφισβητούσε, όχι επειδή η Ευρώπη έχει δώσει απαντήσεις σε όλα μας τα προβλήματα ή επειδή μας διαχειρίζεται σωστά, αλλά επειδή όταν στο δάσος περιδιαβαίνει ο κακός λύκος δεν βγαίνεις μόνος από το σπίτι, ακόμη κι αν μέσα σε αυτό τσακώνεσαι με τα άλλα γουρουνάκια.
Υπάρχει πράγματι κακός λύκος στο παραμύθι ή είναι εφεύρημα; Η απάντηση ίσως έρχεται εμπειρικά: δεν είναι διόλου παράξενο ότι οι μόνοι λαοί που δείχνουν πρόθυμοι –αν όχι ανυπόμονοι– να κτίσουμε αυτήν την κοινή άμυνα είναι κάποιοι από εκείνους που συνορεύουν με τη Ρωσία· αυτοί ξέρουν πολύ καλά τι περιδιαβαίνει στο δάσος. Ορισμένοι από αυτούς δεν θέλουν να το ξαναδούν μπροστά τους και άλλοι προτιμούν να το κατευνάσουν· και οι δύο αντιδράσεις φανερώνουν φόβο.
Το μεγάλο ερώτημα, που ίσως παραμείνει αναπάντητο, είναι αν η Ευρώπη θα μπορούσε ποτέ να προχωρήσει σε πολιτική ολοκλήρωση. Δεν είναι απλό να απαντηθεί, διότι υπάρχουν πλεονεκτήματα αλλά και πολύ σοβαροί φόβοι και εμπόδια. Εν προκειμένω, ένα βασικό πλεονέκτημα θα ήταν η ταχύτερη λήψη αποφάσεων σε ζητήματα όπως η κοινή άμυνα. Και η καλλιέργεια μιας κοινής αντίληψης των λαών: εάν απειλείται μια ευρωπαϊκή χώρα, απειλείσαι και εσύ. Το οποίο ισχύει έτσι κι αλλιώς, απλώς αρνούμαστε να το εμπεδώσουμε.
Υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη –και στην Ελλάδα, φυσικά– άνθρωποι που πιστεύουν είτε ότι η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν αποτελεί απειλή και όλα αυτά είναι ένας «μύθος» για να μας βάλουν να πληρώσουμε τα εξοπλιστικά, είτε ότι καλώς μας απειλεί, διότι αν ο ρωσικός ιμπεριαλισμός νικήσει τον Δυτικό ιμπεριαλισμό θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Το γεγονός και μόνο ότι μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα αυτές τις απόψεις θα έπρεπε να τους βάζει σε σκέψεις: Στην «καλή Ρωσία» θα πήγαιναν διακοπές. Στον Αρκτικό Κύκλο.
Βέβαια, όλοι εμείς που τα κουβεντιάζουμε αυτά, σε όποιο ιδεολογικό στρατόπεδο και αν ανήκουμε, δεν θα πάμε να πολεμήσουμε. Θα πάνε τα παιδιά μας. Θα ήθελα να πάει το παιδί μου στο μέτωπο; Η απάντηση είναι, θεωρώ, προφανής. Πλην ελαχίστων, κανείς δεν θέλει οποιονδήποτε πόλεμο. Στον κόσμο που ζούμε, όμως, η αποτροπή κτίζεται με δύο τρόπους: την ισχυρή διπλωματία και την εξίσου ισχυρή άμυνα. Κανένας επιτιθέμενος δεν σταμάτησε ποτέ επειδή ο αμυνόμενος τού είπε «ο πόλεμος είναι κακό πράγμα, πάρε δυο-τρεις χώρες και έλα να πιούμε τσάι».
Η Ευρώπη δεν αρκεί να τα υπενθυμίζει όλα αυτά, όμως, ούτε να μας κουνάει το δάχτυλο για την επικείμενη απειλή. Χωρίς την έμπρακτη ενίσχυση της κοινής συνείδησης και κυρίως της αίσθησης κοινού συμφέροντος θα παραμείνουμε απλώς πλούσιοι, οπλισμένοι και αδύναμοι· θα φοβόμαστε τον κακό λύκο αλλά θα είμαστε κατακερματισμένοι και ανέτοιμοι να τον αντιμετωπίσουμε.
Πηγή: Protagon.gr