του Σταύρου Χατζηγιάννη*

Τις τελευταίες βδομάδες, παρατηρείται μια εντεινόμενη συζήτηση για την προοπτική ειρήνης στην Ουκρανία. Ο λόγος που αυτή η συζήτηση έχει ενταθεί τον τελευταίο μήνα, είναι η εκλογή του Donald Trump στην Αμερικανική προεδρία. Ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ, έχει δηλώσει επανειλημμένα την πρόθεση του για εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης στο πόλεμο μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Παρά τις προθέσεις του νέου Αμερικανού προέδρου, η εκτίμηση μας είναι πως δεν υπάρχει χρυσή τομή για εξεύρεση ειρήνης στην Ουκρανία, και ότι ο πόλεμος έχει ακόμα χρόνια να διανύσει, με πολύ υψηλές πιθανότητες για περαιτέρω κλιμάκωση και διεύρυνση του. Στόχος του σύντομου αυτού άρθρου, είναι η παράθεση και ανάλυση των αντικειμενικών παραγόντων που καθιστούν την συνέχιση και κλιμάκωση του πολέμου σχεδόν αναπόφευκτη.

Ο πρωτογενής λόγος πίσω από την αδυσώπητη φύση αυτής της σύρραξης, είναι η ίδια η γεωγραφία της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Η Μεγάλη Ευρωπαϊκή Πεδιάδα ξεκινά από τις Ατλαντικές ακτές της Γαλλίας, και φτάνει μέχρι τα Ουράλια Όρη. Οι πεδιάδες είναι εξαιρετικά χρήσιμες για δύο βασικές ανθρώπινες δραστηριότητες, για αγροκαλλιέργεια και για προελάσεις στρατευμάτων. Η απουσία ουσιαστικών γεωγραφικών διαχωριστικών χαρακτηριστικών, όπως για παράδειγμα οροσειρές, οροπέδια ή θαλασσών, καθιστά όλα τα κράτη που βρίσκουν εαυτούς στην ευρύτερη αυτή γεωγραφική έκταση ανασφαλή ως προς τα γειτονικά τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε που τόσοι μεγάλοι πόλεμοι (Μεγάλος Πόλεμος του Βορρά, 7ετής Πόλεμος, Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, Πρώτος Παγκόσμιος, Δεύτερος Παγκόσμιος κτλ.) έλαβαν χώρα ως επί το πλείστων σε αυτή τη Μεγάλη Ευρωπαϊκή Πεδιάδα. Έτσι και σήμερα, παρατηρούμε για ακόμα μια φορά ένα μεγάλης κλίμακας πόλεμο στο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Ειδικά εκ μέρους της Ρωσίας, που βρίσκεται αντιμέτωπη με μια Πανευρωπαϊκή και Διατλαντική Συμμαχία εναντίον της, μια ΝΑΤΟική Ουκρανία αποτελεί στυγνό υπαρξιακό κίνδυνο. Από την άλλη, εκ μέρους της Ευρώπης, και λόγω του μεγάλου γεωγραφικού μεγέθους της Ουκρανίας (ειδικά σε γεωγραφικό μήκος) μια απορρόφηση της Ουκρανίας από την Ρωσία, θα σημάνει την αντιστροφή των στρατηγικών όρων στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, με την πρωτοβουλία να περνά πλέον από το ΝΑΤΟ στη Ρωσία. Εδώ το μόνο που χρειάζεται να αναφέρω, είναι πως η Ουκρανία εκτείνεται από ανατολικά προς δυτικά για πάνω από 1300 χιλιόμετρα, περισσότερα δηλαδή από Πολωνία και Γερμανία μαζί.

Σε δεύτερη φάση, μια πιθανή επικράτηση της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα σημαίνει αυτόματα τη δημιουργία μιας νέας Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η απώλεια της Ουκρανίας τις τελευταίες τρεις και κάτι δεκαετίες, έχει αφήσει τη Ρωσία συρρικνωμένη, περιορισμένη σχεδόν στην Ασιατική ήπειρο, φτωχότερη, και πάνω από όλα, ευάλωτη στις δυτικές πιέσεις. Με την Ουκρανία ξανά στο παραδοσιακό της ρόλο σαν Μικρή και Νέα Ρωσία (έτσι λέγονταν τα Ουκρανικά εδάφη τους προηγούμενους αιώνες) η καινούργια Μεγάλη Ρωσία του 21ου αιώνα αυτόματα αποκαθίσταται έως υπερδύναμη. Με την αποκατάσταση του παραδοσιακού στρατηγικού βάθους της Ρωσίας εν σχέση με το δυτικό της τμήμα, οι πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου δεν θα έχουν πλέον καμία επιλογή παρά από το να ευθυγραμμιστούν απόλυτα με τις πολιτικές του Κρεμλίνου, αφού πλέον η συλλογική Δύση, θα έχει απολέσει τον Ουκρανικό μοχλό πίεσης και ως αποτέλεσμα θα έχει δραματικά μειωμένη δυνατότητα για άσκηση πιέσεων εις βάρος της Ρωσίας. Εδώ πρέπει να υπερτονιστεί το γεγονός ότι τα κράτη της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου δεν έχουν καμία απολύτως γεωγραφική πρόσβαση προς τη δύση, κάτι που δεν συμβαίνει με την Ουκρανία. Η αποκατάσταση των εδαφών της τέως Σοβιετικής Ένωσης και της παραδοσιακής Ρωσικής Αυτοκρατορίας κάτω από τον στρατιωτικό και οικονομικό έλεγχο της Μόσχας θα σημαίνει μια τεράστια αύξηση όλων των συντελεστών κρατικής ισχύος για την Ευρασιατική χώρα. Τα πάντα, από έκταση, πρώτες ύλες, πληθυσμό, διευρυμένη αγορά, ένοπλες δυνάμεις, στρατηγικό βάθος και γόητρο, θα ενισχυθούν δραματικά για τη Ρωσία.

Οι Αμερικανοί, και ακόμα περισσότερο, οι Ευρωπαίοι τους σύμμαχοι, κατανοούν πλήρως όλα τα πιο πάνω και είναι ακριβώς για αυτό το λόγο που είναι αποφασισμένοι να στείλουν μέχρι και τον τελευταίο Ουκρανό στο μέτωπο κατά του Ρωσικού στρατού. Επιπρόσθετα, είναι διατεθειμένοι να στείλουν οπλικά συστήματα, εκατοντάδες δισεκατομμύρια, και κάθε μορφής ενίσχυση προς την Ουκρανία με την ελπίδα είτε να αναχαιτίσουν τη Ρωσία ή έστω να την καθυστερήσουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Οι δυτικές ανησυχίες για πιθανή Ρωσική επικράτηση είναι τόσο έντονες, που διάφοροι Δυτικοί αξιωματούχοι περιστασιακά αναφέρονται στην προοπτική αποστολής Ευρωπαίων στρατευμάτων στην Ουκρανία, αφού πρέπει να θεωρηθεί ουσιαστικά βέβαιο, πως οι Ουκρανοί δεν είναι δυνατό να συγκρατήσουν τις Ρωσικές δυνάμεις στο διηνεκές. Η σοβαρότητα της κατάστασης, υπογραμμίζεται ακόμη πιο έντονα εάν κάποιος αναλογιστεί το ότι ηγέτες όπως οι Μακρόν, Στάρμερ κτλ, αντιλαμβάνονται πλήρως το πόσο αρνητικά οι ίδιες τους οι κοινωνίες θα αντιμετωπίσουν μια τέτοια εξέλιξη. Οι κοινωνίες της δυτικής Ευρώπης, είναι συνηθισμένες να ανησυχούν για πρόωρες συντάξεις, πληρωμένες διακοπές, τιμές ακινήτων, αλλά φυσικά και για τα θέματα των ΛΟΑΤΚΙ, όχι για το πόσες και ποιες μεραρχίες θα σταλούν στο Ανατολικό μέτωπο για να αντιμετωπίσουν τον πλέον υπερεξοπλισμένο και μπαρουτοκαπνισμένο Ρωσικό στρατό. Αυτό το τελευταίο σημείο είναι που μας ωθεί στο συμπέρασμα ότι ένας από τους στόχους της έγκρισης χρήσεως ΝΑΤΟικών πυραύλων κατά στόχων μέσα στο Ρωσικό έδαφος, είναι ακριβώς για να αναγκάσει τους Ρώσους σε αντίποινα ενωτίων επίσημων ΝΑΤΟικών εδαφών και στόχων, ούτως ώστε οι ηγεσίες των διαφόρων Ευρωπαϊκών κρατών να έχουν πιο εύκολο έργο στο να εξηγήσουν στους πολίτες τους γιατί πρέπει να προχωρήσουν σε αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία.

Όλες οι πιο πάνω ενέργειες των δυτικών κρατών, συνηγορούν στο ότι το ΝΑΤΟ προετοιμάζεται και σχεδιάζει για ένα πόλεμο που όχι μόνο θα διαρκέσει για αρκετά ακόμα χρόνια, αλλά και θα επεκταθεί πέρα από τα όρια της σημερινής Ουκρανίας. Από την άλλη, οι ενέργειες της Μόσχας, μας δείχνουν ακριβώς το ίδιο. Το Ρωσικό κράτος έχει αυξήσει δραματικά τις στρατιωτικές τους δαπάνες, και έχει ανεβάσει τα επίπεδα στρατιωτικής παραγωγής σε πολύ υψηλά επίπεδα με προοπτική και σχεδιασμούς για ακόμα περισσότερα το επόμενα χρόνια. Σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού, η Ρωσία επιστρατεύει χιλιάδες επαγγελματίες/εθελοντές κάθε μήνα και κτίζει πολυάριθμές εφεδρείες. Δεν είναι δυνατό η Ρωσία να έχει κάνει όλες αυτές τις επενδύσεις για να αρκεστεί με το 20% της Ουκρανίας. Υπάρχουν φυσικά, και οι επίσημες δηλώσεις των Ρώσων αξιωματούχων, που απερίφραστα μας ξεκαθαρίζουν ότι η Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση όπως την ονομάζουν, θα ολοκληρωθεί μόνο όταν επιτευχθούν όλοι οι αρχικοί και δεδηλωμένοι της στόχοι, που εμμέσως πλην σαφώς, απαιτούν πλήρη έλεγχο, έστω και έμμεσα, ολόκληρης της Ουκρανίας.

Ακόμα ένας λόγος που είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτονωθεί ο Ουκρανικός πόλεμος, είναι το γεγονός ότι ακόμα και οι εξωγενείς παράγοντες δεν το ευνοούν. Κατ’αρχήν, ακόμα και εάν η διακυβέρνηση Τραμπ είναι διατεθειμένη να κάνει κάποιες υποχωρήσεις προς την Ρωσία για κλείσιμο του μεγάλου αυτού μετώπου με στόχο την συγκέντρωση των Αμερικανικών πόρων προς Ιρανικές και Κινεζικές κατευθύνσεις, είναι ουσιαστικά αδύνατο να φανταστούμε ένα σενάριο κάτω από το οποίο θα είναι διατεθειμένοι να κάνουν τις υποχωρήσεις που η Ρωσία φαίνεται πως απαιτεί. Από την άλλη πλευρά, το Πεκίνο, σε περίπτωση που αντιληφθεί ότι υπάρχει έστω και μικρή πιθανότητα συνεννόησης μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας, τότε το ίδιο θα σπεύσει προς την Μόσχα με κάποια πρόταση που θα είναι ευνοϊκότερη για τους Ρώσους σε σχέση με αυτή που τυχόν να είναι ικανοί να προσφέρουν οι Αμερικανοί, για τον απλούστατο λόγο ότι όποια πιθανή συνεννόηση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας θα αποτελεί εφιαλτική εξέλιξη για τα Κινεζικά συμφέροντα.

Εν τέλει, υπάρχει και το ζήτημα της πρακτικής εφαρμογής μιας εκεχειρίας χωρίς την οριστική διευθέτηση των ζητημάτων που εκκρεμούν. Η εύθραυστη φύση τέτοιων συμφωνιών, αποδεικνύεται ξεκάθαρα και πάλι στη Συρία. Καθώς συγγράφεται αυτό το άρθρο, ο πόλεμος στη Συρία που ήταν παγωμένος για τέσσερα περίπου χρόνια, φαίνεται να αναφλέγεται ξαφνικά και πάλι μετά από μία μεγάλη επίθεση των διαφόρων Τζιχαντιστικών ομάδων που εδώ και χρόνια είχαν περιοριστεί στην επαρχία του Idlib, στηριζόμενοι από την Τουρκία. Γενικότερα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, ότι τα υψηλά πολιτικά ζητήματα, επιλύονται μόνο με την οριστική επικράτηση της μιας ή της άλλης πλευράς.

*Ο Σταύρος Χατζηγιάννης είναι πολιτικός επιστήμονας

Vouli TV