Η άρνηση της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Τσεχίας να συμμετάσχουν στο πρόσφατο σχέδιο ΗΠΑ-ΝΑΤΟ για τη χρηματοδότηση αμερικανικών οπλικών συστημάτων προς την Ουκρανία, αναδεικνύει τις εσωτερικές αντιφάσεις της ΕΕ και το περίπλοκο πλέγμα ισορροπιών που διαμορφώνεται εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας. Το εν λόγω σχέδιο, το οποίο ανακοίνωσε στις 14 Ιουλίου ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump, προβλέπει την αποστολή αμερικανικών όπλων, με την πλήρη οικονομική κάλυψη από τους συμμάχους, σηματοδοτώντας μια νέα φάση της δυτικής στρατιωτικής στήριξης προς το Κίεβο. Ωστόσο, οι αποκλίνουσες τοποθετήσεις μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών φανερώνουν ότι η ευρωπαϊκή συνοχή δοκιμάζεται όχι μόνο στα πεδία σύγκρουσης, αλλά και στους διαδρόμους εξουσίας των Βρυξελλών.

Ο Trump ανέφερε ότι τα συστήματα Patriot, τα οποία απομακρύνονται από τις αποθήκες της Γερμανίας, θα αντικατασταθούν από καινούργιο οπλισμό αμερικανικής προέλευσης, με το Βερολίνο να επωμίζεται εξ ολοκλήρου το σχετικό κόστος. «Πάντα παίρνουμε πίσω τα λεφτά μας πλήρως. Δεν χρειάζεται να κάνουμε άλλες επενδύσεις», δήλωσε χαρακτηριστικά. Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Mark Rutte, επιβεβαίωσε πως η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Φινλανδία, η Δανία, η Σουηδία, η Νορβηγία, η Ολλανδία και ο Καναδάς στηρίζουν την εν λόγω πρωτοβουλία.

Η Γερμανία διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην υλοποίηση του σχεδίου. Ο Καγκελάριος Friedrich Merz διαμήνυσε στον Trump ότι το Βερολίνο θα διαδραματίσει «καθοριστικό ρόλο» στις παραδόσεις, θεωρώντας τα αμερικανικά όπλα ως μια άμεση λύση στην περιορισμένη παραγωγική δυνατότητα της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Ο Υπουργός Άμυνας Boris Pistorius, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ουάσιγκτον και της συνάντησής του με τον Αμερικανό ομόλογό του Pete Hegseth, επανέλαβε τη δέσμευση της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή άμυνα, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τον θεμελιώδη ρόλο των ΗΠΑ.

Η ιταλική άρνηση

Όπως μεταδίδει η La Stampa, η Ιταλία επικαλείται δημοσιονομικούς περιορισμούς για την αποχή της από τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία, με πηγές του Υπουργείου Άμυνας να υποστηρίζουν ότι «δεν υπήρξε καμία σχετική συζήτηση» για αγορά αμερικανικών όπλων στο πλαίσιο αυτό. Τονίζουν, ωστόσο, ότι αυτό δεν συνεπάγεται εγκατάλειψη της υποστήριξης προς την Ουκρανία. Οι μόνες προβλεπόμενες αμυντικές αγορές από τις ΗΠΑ περιορίζονται στα μαχητικά αεροσκάφη F-35, ενώ η Ιταλία έχει ήδη αποστείλει αρκετά αντιαεροπορικά συστήματα τύπου Samp-T στην Ουκρανία, τα οποία βασίζονται σε τεχνολογικά διαφορετική βάση.

Η γαλλική στάση

Η απόφαση της Γαλλίας συνδέεται άρρηκτα με το στρατηγικό όραμα του Προέδρου Emmanuel Macron περί ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας. Ο Macron επιδιώκει την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής οπλικών συστημάτων, με στόχο τη θωράκιση της βιομηχανικής και στρατηγικής βάσης της Ευρώπης. Οι γαλλικές αρχές επισημαίνουν ότι η ένταξη στο σχέδιο θα απαιτούσε άντληση από τα αποθέματα του ΝΑΤΟ, τα οποία θα αντικαθίσταντο με αμερικανικά συστήματα, κάτι που αντιβαίνει στους στρατηγικούς στόχους του Παρισιού. Επιπρόσθετα, η αυξημένη πίεση για μείωση του δημόσιου χρέους δυσχεραίνει κάθε προσπάθεια για περαιτέρω αύξηση των στρατιωτικών δαπανών.

Η τσεχική επιλογή

Ο Πρωθυπουργός της Τσεχίας, Petr Fiala, ξεκαθάρισε πως η χώρα του δεν πρόκειται να λάβει μέρος στο αμερικανικό σχέδιο, επιλέγοντας να συνεχίσει την υποστήριξή της στην Ουκρανία μέσω του προγράμματος παροχής πυρομαχικών. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο Petr Pavel, έως το τέλος του 2025, η Πράγα σχεδιάζει να παραδώσει μέχρι και 1,8 εκατομμύρια βλήματα πυροβολικού στην Ουκρανία, μεταξύ των οποίων και 300.000 που προστέθηκαν πρόσφατα. Η Υπουργός Άμυνας Jana Černochová δήλωσε ότι μόνο κατά τη διάρκεια του 2024, η Τσεχία προμήθευσε 1,5 εκατομμύριο βλήματα διαφόρων τύπων και διαθέτει τον αναγκαίο προϋπολογισμό για να διατηρήσει τον ίδιο ρυθμό μέχρι το φθινόπωρο του 2025.

Η ευρωπαϊκή προοπτική

Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, παρουσίασε στις 16 Ιουλίου την πρόταση για το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ (2028–2034), το οποίο προβλέπει χρηματοδότηση ύψους 100 δισ. ευρώ για την Ουκρανία, με στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας, της ανοικοδόμησης και της ευρωπαϊκής της πορείας. Το συνολικό πακέτο ανέρχεται σχεδόν στα 2 τρισ. ευρώ (1,26% του μέσου ΑΕΕ της Ένωσης) και δίνει έμφαση στις αμυντικές επενδύσεις. Η πρόταση πρέπει να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως τα τέλη του 2027.

«Δεσμεύουμε 100 δισ. ευρώ για την Ουκρανία», δήλωσε η von der Leyen, υπογραμμίζοντας την ανάγκη ενίσχυσης του υφιστάμενου χρηματοδοτικού μηχανισμού Ukraine Facility. Η Ύπατη Εκπρόσωπος Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ, Kaja Kallas, κάλεσε τις Ηνωμένες Πολιτείες να «μοιραστούν το βάρος» της στρατιωτικής στήριξης, αναδεικνύοντας τις υποβόσκουσες εντάσεις ως προς το ζήτημα της χρηματοδότησης.

Η επιλογή της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Τσεχίας καταδεικνύει την ύπαρξη ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού διαλόγου, στον οποίο τίθενται ερωτήματα για τη σύζευξη της υποστήριξης προς την Ουκρανία, των δημοσιονομικών περιορισμών και των στρατηγικών επιδιώξεων της Ευρώπης. Παρότι το μήνυμα της ενότητας παραμένει έντονο, οι διαφορετικές στρατηγικές προσεγγίσεις αποκαλύπτουν πως η ευρωπαϊκή αυτονομία και η συμμαχική αλληλεγγύη παραμένουν αντικείμενο μιας διαρκούς και ευαίσθητης διαπραγμάτευσης.

ΠΗΓΗ: IBNA