Μετά από τρία χρόνια πολέμου στην Ουκρανία, η Ρωσία κατάφερε μεν να εδραιώσει την παρουσία της στο Ντονμπάς, αλλά η στρατηγική της απομυθοποιήθηκε πλήρως. Με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς στρατιώτες και εξαιρετικά υψηλό κόστος σε υλικές απώλειες και οικονομικές κυρώσεις, το Κρεμλίνο απέδειξε πως δεν διαθέτει τη δυνατότητα για επιτυχημένες συμβατικές πολεμικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας. Αυτή η πραγματικότητα καταρρίπτει τον φόβο μιας πιθανής ρωσικής εισβολής στην Ευρώπη, ο οποίος χρησιμοποιείται από τις Βρυξέλλες για να δικαιολογήσει τη νέα στρατηγική της Ευρωπαϊκής Άμυνας.
Η «Λευκή Βίβλος» για την Ευρωπαϊκή Άμυνα προωθείται ως ένας μηχανισμός ενίσχυσης της αμυντικής θωράκισης της Ένωσης. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια προβληματική και επικίνδυνη πρωτοβουλία. Η στρατηγική αυτή αναδύεται από προσχηματικές ανησυχίες και εξυπηρετεί περισσότερο τα συμφέροντα της αμυντικής βιομηχανίας και των πολιτικών ελίτ, παρά τις πραγματικές ανάγκες της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Η άκριτη υιοθέτησή της από τις Βρυξέλλες και τα κράτη-μέλη εγκλωβίζει την Ευρώπη σε ένα νέο κύκλο υπερχρέωσης και οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών.
Το πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Άμυνας στηρίζεται σε τρεις βασικούς παράγοντες. Πρώτον, η αποσπασματικότητα και η έλλειψη στρατηγικού οράματος καθιστούν αδύνατη την αποτελεσματική θωράκιση της Ευρώπης. Η ήπειρος αντιμετωπίζει μαζική αποβιομηχάνιση και παραμένει εγκλωβισμένη σε μια «πράσινη» πολιτική που περιορίζει την παραγωγική της ικανότητα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η προώθηση μιας φιλόδοξης αμυντικής στρατηγικής χωρίς τις απαραίτητες οικονομικές βάσεις είναι ουτοπική. Δεύτερον, η χρηματοδοτική επιβάρυνση των πολιτών αναμένεται να είναι τεράστια. Οι υψηλές αμυντικές δαπάνες που προβλέπει η «Λευκή Βίβλος» θα απορροφήσουν πόρους από κρίσιμες κοινωνικές παροχές, επιδεινώνοντας τη φτωχοποίηση και ενισχύοντας τη δυσαρέσκεια των πολιτών. Παράλληλα, οι πιο αδύναμες χώρες της Ε.Ε. θα παραμείνουν ευάλωτες απέναντι σε πραγματικές απειλές, καθώς δεν θα έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν ουσιαστικά την άμυνά τους. Τρίτον, η στρατηγική απερισκεψία και η πολιτική ανωριμότητα της ευρωπαϊκής ηγεσίας οδηγούν την ήπειρο σε έναν ανούσιο εξοπλιστικό ανταγωνισμό. Η πολιτική αυτή επηρεάζεται έντονα από τις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, οι οποίες τροφοδοτούν μια εμπρηστική ρητορική περί ρωσικής απειλής. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή δεν βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα, αλλά σε φοβικές αντιλήψεις και στα συμφέροντα της αμυντικής βιομηχανίας.
Αντί η Ευρώπη να επενδύσει σε μια ρεαλιστική πολιτική ασφάλειας, δημιουργεί νέες σχέσεις εξάρτησης με τις μεγάλες πολεμικές βιομηχανίες, που απαιτούν χρηματοδοτήσεις ύψους 800 δισ. ευρώ. Αυτή η αλόγιστη πολιτική όχι μόνο δεν διασφαλίζει την ευρωπαϊκή κυριαρχία, αλλά υπονομεύει την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα, οδηγώντας σε νέα επίπεδα υπερχρέωσης.
Η Ε.Ε. βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη επιλογή, θα επιδιώξει μια ανεξάρτητη και ισορροπημένη στρατηγική ή θα συνεχίσει να λειτουργεί ως υποτελής ενός αμυντικού μηχανισμού που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές της ανάγκες; Αν επιμείνει στη δεύτερη επιλογή, το μόνο που θα πετύχει είναι να επιταχύνει την κοινωνική απορρύθμιση και τη γεωπολιτική της αποδυνάμωση.
ΠΗΓΗ: MILITAIRE
Be the first to write a comment.