Με τη νέα επιθετική δασμολογική πολιτική, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να προσδώσουν συνοχή στη γενικότερη στρατηγική του προέδρου Τραμπ: τη συγκράτηση του δημόσιου χρέους, την ενίσχυση των εσόδων του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού και την εγκαθίδρυση ενός «τιμήματος» για την πρόσβαση στην αμερικανική αγορά.

Νέα αιφνίδια τροπή από τον Λευκό Οίκο

Με αιφνιδιαστική κίνηση, ο πρόεδρος Τραμπ υπέγραψε προεδρικό διάταγμα με το οποίο επιβάλλονται γενικευμένοι δασμοί σε δεκάδες χώρες που δεν διαθέτουν διμερή εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ.

Ο Λευκός Οίκος έδωσε στη δημοσιότητα κατάλογο σχεδόν 70 χωρών – περιλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης – καθεμία από τις οποίες αντιμετωπίζει διαφορετικούς συντελεστές δασμών, από 10% έως 50%.

Σε αντίθεση με παλαιότερες κινήσεις, οι δασμοί αυτοί δεν τίθενται σε ισχύ άμεσα, αλλά θα εφαρμοστούν από τις 7 Αυγούστου. Η καθυστέρηση αυτή αποδίδεται, σύμφωνα με αξιωματούχους, στην ανάγκη να δοθεί χρόνος στις τελωνειακές υπηρεσίες για την ομαλή εφαρμογή του νέου συστήματος. Η ίδια αναστολή ισχύει και για τον δασμό 15% στις εισαγωγές από την ΕΕ.

Η στρατηγική πίσω από το νέο δασμολογικό δόγμα

Το νέο κύμα δασμών αντανακλά τη φιλοδοξία της αμερικανικής κυβέρνησης να θεμελιώσει ένα μονιμότερο σύστημα εμπορικής πολιτικής: μείωση χρέους, ενίσχυση κρατικών εσόδων και μετατροπή της πρόσβασης στην αμερικανική αγορά σε μια μορφή «εμπορικού τέλους».

Ήδη χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία, το Βιετνάμ, η ΕΕ, η Νότια Κορέα και η Ινδονησία έχουν αποδεχτεί τη λογική αυτή μέσω διμερών συμφωνιών.

Ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ δικαιολογεί τις κινήσεις του, υποστηρίζοντας πως τα επίμονα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ συνιστούν απειλή για την εθνική ασφάλεια και την οικονομική βιωσιμότητα της χώρας.

Με το έλλειμμα του 2024 να εκτινάσσεται στο 1,2 τρισ. δολάρια, η Ουάσινγκτον στρέφεται σε πιο αυστηρή εμπορική πολιτική. Όμως, όσο κι αν η στρατηγική αυτή προβάλλεται ως νίκη των ΗΠΑ, δεν είναι λίγοι όσοι τη θεωρούν Πύρρεια.

Οι πραγματικοί χαμένοι: οι Αμερικανοί καταναλωτές και επιχειρήσεις

Σύμφωνα με Ευρωπαίους αξιωματούχους που μίλησαν στη «Ναυτεμπορική», οι δασμοί του Τραμπ στην ουσία μετακυλίουν το βάρος στους ίδιους τους Αμερικανούς καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.

Ενδεικτικά, υψηλοί δασμοί (25% στην Ινδία, 20% στο Βιετνάμ) επιβάλλονται σε εισαγωγές που συχνά πραγματοποιούνται από αμερικανικές πολυεθνικές, π.χ. στον τομέα κατασκευής smartphones, καταλήγοντας να πλήττουν τις ίδιες τις αμερικανικές εταιρείες.

Μέχρι στιγμής, όσοι έχουν ουσιαστικά επωμιστεί το κόστος των δασμών είναι οι Αμερικανοί καταναλωτές και παραγωγοί.

Το οικονομικό αποτύπωμα των δασμών

Παρότι ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ υποστηρίζει ότι οι δασμοί θα ενισχύσουν τα κρατικά έσοδα κατά περίπου 1 τρισ. δολάρια ετησίως, αναλυτές από επιχειρηματικά δίκτυα στις ΗΠΑ επισημαίνουν ότι δεν αρκεί να εξετάσει κανείς τις εισπράξεις του Υπουργείου Οικονομικών – αλλά την πραγματική επίπτωση στην οικονομία.

Σύμφωνα με αυτές τις πηγές, οι εξαγωγείς επιβαρύνονται με 10–15% του κόστους των δασμών, ενώ οι καταναλωτές φέρουν το 25–30%. Οι αμερικανικές εταιρείες επωμίζονται το 60% των αυξήσεων τιμών, γεγονός που μειώνει τα κέρδη τους και επηρεάζει τα μερίσματα και την αποτίμηση των μετοχών τους.

Η αμερικανική οικονομία απορροφά τις πληθωριστικές πιέσεις, γεγονός που ενδέχεται να επιφέρει αρνητικές συνέπειες για την επιχειρηματική κερδοφορία και τις κεφαλαιαγορές.

Άνοδος κόστους και απώλειες θέσεων εργασίας

Ο Κρις Μπάνζερτ-Ντράουν, ανώτερος οικονομολόγος στο Κέντρο Δίκαιης Ανάπτυξης στην Ουάσινγκτον, εκτιμά ότι οι δασμοί αυξάνουν το βιομηχανικό κόστος κατά 2% έως 4,5%.

Μελέτη της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Ατλάντα δείχνει ότι οι εταιρείες μετακυλίουν περίπου το 50% του πρόσθετου κόστους στους καταναλωτές, μέσω ανατιμήσεων.

Στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας δείχνουν πως, μετά την επιβολή των δασμών τον Απρίλιο, η αμερικανική μεταποίηση έχει ήδη απολέσει 14.000 θέσεις εργασίας.

Όπως αναφέρουν αμερικανικές πηγές, «ο Τραμπ επιβάλλει δασμούς και τελικά οι ίδιοι οι Αμερικανοί πληρώνουν το τίμημα. Αν συνεχιστεί αυτή η πολιτική, οι δασμοί θα καταλήξουν να λειτουργούν απλώς ως φορολογία πάνω στις τιμές».

Η εικόνα είναι σαφής: η δασμολογική στρατηγική Τραμπ κινδυνεύει να επιδεινώσει τα ίδια τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας των ΗΠΑ, αντί να τα μετριάσει.

Ευρώπη: ο άλλος μεγάλος χαμένος

Η Ευρώπη, με τη συμφωνία που υπέγραψε η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, συγκαταλέγεται μεταξύ των βασικών ζημιωμένων.

Για να προχωρήσει η ΕΕ σε εισαγωγές αμερικανικής ενέργειας ύψους 750 δισ. ευρώ, υποχρεώνεται ουσιαστικά να τερματίσει τις εισαγωγές φυσικού αερίου από άλλες χώρες – ακόμη και από εκείνες με ευνοϊκότερους όρους.

Επιπλέον, η πρόεδρος της Κομισιόν έχει δεσμευθεί για πρόσθετες επενδύσεις 600 δισ. ευρώ στις ΗΠΑ, δίχως να είναι σαφές πώς αυτές θα πραγματοποιηθούν.

Αν και καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν δεσμεύεται νομικά να τηρήσει μη ρεαλιστικές υποσχέσεις, η πραγματικότητα είναι πως ο Τραμπ αντιλαμβάνεται μόνο τη γλώσσα της αντιπαράθεσης.

Η απάντηση της Ευρώπης: επανεκκίνηση της βιομηχανίας

Ο μοναδικός ρεαλιστικός τρόπος αντίδρασης από την Ευρώπη, είτε υπό την ηγεσία της φον ντερ Λάιεν είτε ενός ισχυρότερου πολιτικού προσώπου, θα ήταν ένα γενναίο σχέδιο αναβιομηχάνισης της Γηραιάς Ηπείρου – παράλληλα με την τόνωση της εσωτερικής κατανάλωσης.

Η σημερινή κατάσταση χαρακτηρίζεται από υστέρηση των μισθών έναντι του πληθωρισμού και μια φορολογική επιβάρυνση της μεσαίας τάξης που δεν είναι πλέον βιώσιμη.

Το πολιτικό διακύβευμα για κάθε ευρωπαϊκό κόμμα τα επόμενα χρόνια θα είναι η στήριξη της μεσαίας τάξης: με αυξήσεις μισθών, επενδύσεις, φοροελαφρύνσεις και τόνωση της κατανάλωσης.

Εναλλακτικά, όπως προειδοποιεί ο Γάλλος πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού, το μέλλον προδιαγράφεται ως «υποταγή»: οικονομική παρακμή, φυγή κεφαλαίων προς φορολογικούς παραδείσους και μετατροπή της Ευρώπης σε θεματικό πάρκο για τις ελίτ που ελέγχουν πολιτική ισχύ, πλούτο και δεδομένα.

ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ.gr