Τις τελευταίες εβδομάδες, ένα από τα κύρια θέματα συζήτησης στην Ευρώπη είναι ο επανεξοπλισμός και η ανάγκη απεξάρτησης από τη στρατιωτική υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ έχουν τεντωθεί σημαντικά μετά την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία, γεγονός που έχει εντείνει τη συζήτηση γύρω από τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης.

Το ζήτημα αυτό κατέχει κεντρική θέση στις πολιτικές συζητήσεις, ενώ κορυφαία έντυπα αφιερώνουν τα εξώφυλλά τους στο θέμα. Πριν λίγες μέρες, η σύνοδος κορυφής της ΕΕ ενέκρινε ένα σχέδιο για την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, επιτρέποντας την αύξηση του επιτρεπόμενου δημοσιονομικού ελλείμματος. Η βασική πηγή χρηματοδότησης αναμένεται να προέλθει από τη Γερμανία, όπου ο μελλοντικός καγκελάριος Friedrich Merz σχεδιάζει να διαθέσει 500 δισεκατομμύρια ευρώ για άμυνα και άλλα έργα, αυξάνοντας το κρατικό χρέος. Η Γερμανία, με χρέος 63% του ΑΕΠ, βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε σύγκριση με άλλες μεγάλες οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης, όπως τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και τη Βρετανία, όπου το χρέος ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ.

Ο στόχος αυτών των κινήσεων είναι σαφής: η αύξηση των δαπανών για άμυνα και παραγωγή όπλων, η μείωση της εξάρτησης από τις ΗΠΑ και η ενίσχυση της ικανότητας της Ευρώπης να υποστηρίξει την Ουκρανία. Ωστόσο, πόσο ρεαλιστικός είναι αυτός ο στόχος;

Η κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας

Η ευρωπαϊκή οικονομία δεν βρίσκεται στην καλύτερη κατάσταση. Το κύριο πρόβλημα είναι η μειούμενη ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών σε σχέση με άλλες χώρες, μια τάση που εντείνεται εδώ και δεκαετίες. Οι λόγοι είναι πολλοί: υψηλοί φόροι, αυξημένο κόστος εργασίας, γραφειοκρατία, υψηλό κόστος ενέργειας και εισαγωγή πρώτων υλών. Αυτά τα στοιχεία έχουν οδηγήσει σε αποβιομηχάνιση, με τη μεταφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων σε χώρες όπως η Κίνα.

Για πολλά χρόνια, αυτά τα προβλήματα αντιμετωπίζονταν με την έκδοση χρήματος, διατηρώντας έτσι υψηλά κοινωνικά πρότυπα παρά τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, η μαζική έκδοση χρήματος κατά τη διάρκεια της πανδημίας του COVID-19, σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη μείωση των προμηθειών φθηνής ενέργειας από τη Ρωσία, έχει φτάσει τα όρια αυτού του μοντέλου. Η περαιτέρω έκδοση χρήματος απειλεί με πληθωρισμό και αστάθεια στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Οι προκλήσεις του επανεξοπλισμού

Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΕ αποφασίζει να διαθέσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια για στρατιωτικούς σκοπούς, παρουσιάζοντας αυτή την κίνηση ως λύση στα οικονομικά της προβλήματα μέσω της ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής. Ωστόσο, η είσοδος της Ευρώπης στον ανταγωνισμό εξοπλισμών μπορεί να επιδεινώσει τα προβλήματά της, όπως συνέβη με τη Σοβιετική Ένωση, όπου οι τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες οδήγησαν στην οικονομική κατάρρευση.

Πρώτον, η χρηματοδότηση των στρατιωτικών δαπανών βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην έκδοση χρήματος, καθώς οι κύριοι αγοραστές θα είναι οι εθνικοί προϋπολογισμοί των χωρών της ΕΕ. Η αύξηση του χρέους, ιδιαίτερα στη Γερμανία, μπορεί να οδηγήσει σε μακροπρόθεσμα προβλήματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Δεύτερον, ένα σημαντικό μέρος των κονδυλίων θα δαπανηθεί εκτός Ευρώπης. Σύμφωνα με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, το 80% των δαπανών για όπλα πηγαίνει σε μη ευρωπαϊκούς προμηθευτές, κυρίως στις ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές δαπάνες ενισχύουν την αμερικανική οικονομία, αντί της δικής τους. Η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπλων θα απαιτήσει χρόνο και επενδύσεις, χωρίς να εγγυάται άμεσους στρατιωτικούς επανεξοπλισμούς.

Τρίτον, η μείωση άλλων κονδυλίων, όπως των κοινωνικών δαπανών, για τη χρηματοδότηση της άμυνας, μπορεί να οδηγήσει σε πολιτική αστάθεια και διάλυση του ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας.

Η επίτευξη στρατηγικής ανεξαρτησίας από τις ΗΠΑ είναι εξαιρετικά δύσκολη χωρίς την επίλυση των βασικών οικονομικών προβλημάτων της Ευρώπης. Η τρέχουσα κατάσταση, σε συνδυασμό με τις απειλές του Τραμπ για δασμούς στα ευρωπαϊκά προϊόντα, επιδεινώνει την κατάσταση. Παράλληλα, υπάρχουν φωνές που προτείνουν την αποκατάσταση των σχέσεων με τη Ρωσία για να διασφαλιστεί η πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια και να ενισχυθεί η οικονομική ανάκαμψη. Ωστόσο, αυτές οι απόψεις δεν είναι ακόμη κυρίαρχες, καθώς η ΕΕ σχεδιάζει την πλήρη εγκατάλειψη των ρωσικών ενεργειακών πηγών μέχρι το 2027.

Σε κάθε περίπτωση, η Ευρώπη αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Η επίλυσή τους θα απαιτήσει στρατηγικές αποφάσεις και, πιθανώς, αλλαγές στην πορεία της. Ωστόσο, οποιαδήποτε εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία θα εξαρτηθεί από τη λύση του πολέμου στην Ουκρανία, που αποτελεί βασική προϋπόθεση για οποιαδήποτε πρόοδο προς αυτή την κατεύθυνση.

ΠΗΓΗ: IBNA