Από τη Δευτέρα 20 Ιανουαρίου ο Ντόναλντ Τραμπ αναλαμβάνει την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για την επόμενη τετραετία, μέχρι το 2029, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς τις ανησυχίες διεθνώς λόγω της προσωπικότητάς του. Η δεύτερη θητεία Τραμπ συμπίπτει με μια πολύ ιδιαίτερη συγκυρία τόσο ως προς το αναβαθμισμένο αποτύπωμα των κυπροαμερικανικών σχέσεων, τάση που επισφραγίστηκε με το «δώρο Μπάιντεν» της περασμένης Τετάρτης με τα τρία πολύ σημαντικά προγράμματα αμυντικής συνεργασίας στα οποία προσχώρησε η Κυπριακή Δημοκρατία, την ιδιαίτερα ρευστή κατάσταση στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου (Μεσανατολικό, πτώση καθεστώτος Άσαντ στη Συρία) και φυσικά με την κινητικότητα στο Κυπριακό στην πιο δύσκολη αλλά και, για πολλούς, καθοριστική φάση που διέρχεται τα τελευταία χρόνια.

Επί Τραμπ αναμένεται αβεβαιότητα σε σχέση με το πώς θα κινηθεί σε επίπεδο διεθνούς συστήματος και πώς οι επιλογές του θα επηρεάσουν τόσο την Ευρώπη όσο και τη Μ. Ανατολή

Το πώς οι κυπροαμερικανικές σχέσεις και εν γένει η εξωτερική πολιτική της Κ.Δ. θα δοκιμαστούν το αμέσως επόμενο διάστημα, η έκβαση του Κυπριακού σε μια κρίσιμη φάση του και φυσικά το αποτύπωμα της προεδρίας Τραμπ αποτελούν ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο για την ίδια τη Λευκωσία.

Πού βρισκόμαστε

Η σημαντική αναβάθμιση των σχέσεων Ουάσιγκτον-Λευκωσίας σε όλα τα επίπεδα φέρει τη σφραγίδα του Τζο Μπάιντεν και συμπίπτει χρονικά με τις δύο θητείες Αναστασιάδη ήδη από την περίοδο που αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα διετέλεσε ο κ. Μπάιντεν. Ο τελευταίος ουσιαστικά «εκκίνησε» και «έκλεισε» την αναβαθμισμένη εταιρική σχέση ΗΠΑ-Κυπριακής Δημοκρατίας αρχής γενομένης από την ιστορική του επίσκεψη, ως αντιπροέδρου των ΗΠΑ, στη Λευκωσία την άνοιξη του 2014 και με καταληκτική εξέλιξη την επίσκεψη του προέδρου Χριστοδουλίδη, στον Λευκό Οίκο, την πρώτη μετά από χρόνια για ΠτΔ, τον περασμένο Οκτώβριο. Η κίνηση μάλιστα του κ. Μπάιντεν να ανακοινώσει ουσιαστικά την προσχώρηση της Κ.Δ. σε τρία πολύ σημαντικά προγράμματα αμυντικής συνεργασίας στην εκπνοή της θητείας του, αποτελούν και το επισφράγισμα μιας πολιτικής που γεννήθηκε όχι μόνο από τον Μπάιντεν προσωπικά, αλλά και από τη συνειδητοποίηση εκ μέρους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής της αναδυόμενης σημασίας της Ανατολικής Μεσογείου, μέρος της οποίας είναι, μεταξύ άλλων σημαντικών αμερικανικών στρατηγικών εταίρων, και η Κύπρος.

Φυσικά, δεν έλειψαν και οι ευνοϊκές συγκυρίες που ευνοούν το σύνολο των συμφερόντων των ΗΠΑ στην περιοχή, αλλά και δύο συνεχιζόμενες καταστάσεις κρίσης μετά το 2022 και το 2023 – η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή (Γάζα, Λίβανος) που λίγο πριν από την εκπνοή του 2024 οδήγησε και στην τεκτονικής σημασίας αλλαγή παραδείγματος στο Συριακό, με την πτώση του καθεστώτος Άσαντ. Οι εν λόγω κρίσεις θα συνεχιστούν, τουλάχιστον, στις αρχές του 2025 με την Κυπριακή Δημοκρατία να εισέρχεται σε αυτές τις πρωτοφανείς καταστάσεις με δύο ποιοτικά χαρακτηριστικά: α. Την ανάγκη της ταχείας «απορωσοποίησης» της οικονομίας της και του μοντέλου παραγωγής της (υπηρεσίες), πτυχή που επιταχύνθηκε από το σκάνδαλο του ΚΕΠ με τα «χρυσά διαβατήρια» και που κόστισε σημαντικά στη διεθνή της αξιοπιστία, ιδίως στη δεύτερη θητεία Αναστασιάδη και β. Την προσαρμογή στις εξελίξεις στην περιοχή όπου η Κ.Δ. διά της εξωτερικής της πολιτικής αναζήτησε και εξακολουθεί να αναζητεί ρόλο – όχι απαραίτητα πάντα επιτυχημένο ως προς το τελικό αποτέλεσμα, αλλά σίγουρα με εξωστρέφεια που δεν υπήρχε τις δεκαετίες του ’80, του ’90 και του 2000.

Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της ιδιαίτερης αυτής εγγενούς αντίφασης μεταξύ των αναγκών της Κ.Δ. και των ρεαλιστικών προσαρμογών της σε σχέση πάντα με τις κυπροαμερικανικές σχέσεις και την εξωτερική της πολιτική αποτελούν ο πρώην γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ που υπερπροβλήθηκε από τη Λευκωσία την περίοδο 2013-2015 και 2020-2023 ως βασικός δρων της αναβάθμισης με τις ΗΠΑ και κατέληξε να καταδικαστεί για δωροδοκία, αντιμετωπίζοντας σήμερα δυνητική κάθειρξη 15 ετών και η νευρικότητα που επέδειξε η Λευκωσία τόσο μετά τη σαρωτική επικράτηση Τραμπ όσο και μετά την πτώση Άσαντ, δεδομένης της αυξημένης επιρροής της Τουρκίας στην επόμενη ημέρα του Συριακού.

Πού οδεύουμε

Επί Τραμπ αναμένεται αβεβαιότητα σε σχέση με το πώς θα κινηθεί σε επίπεδο διεθνούς συστήματος και πώς οι επιλογές του θα επηρεάσουν τόσο την Ευρώπη όσο και τη Μέση Ανατολή – και αναπόφευκτα την Κύπρο. Στη Λευκωσία υπάρχει επίγνωση πως ο Ντόναλντ Τραμπ διατηρεί άριστες προσωπικές και επιχειρηματικές σχέσεις με την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν και ήδη με δημόσιες δηλώσεις έχει εκθειάσει δις την Άγκυρα και τον Τούρκο πρόεδρο σε σχέση με τις πρόσφατες εξελίξεις στην Τουρκία. Η Λευκωσία ήδη σε επίπεδο της ίδιας προσέγγισης επί εποχής Μενέντεζ αναζητεί μέσω του ελληνικού και ελληνοκυπριακού λόμπι στις ΗΠΑ προσβάσεις για άσκηση πίεσης για το Κυπριακό στην αμερικανική πολιτική σκηνή και στο πλαίσιο αυτού προκύπτουν ανά καιρούς πρωτοβουλίες, όπως η πρόσφατη για διακομματικό ψήφισμα στο Κογκρέσο που καλεί τον Τραμπ να αναλάβει δράση στο Κυπριακό, καθιστώντας το «κορυφαίο ζήτημα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής» – ή προτάσεις για μόνιμη άρση του εμπάργκο όπλων.

Ωστόσο και παρά την επικοινωνιακή διάσταση που δίνεται στα εν λόγω ζητήματα στο εσωτερικό, η δεύτερη θητεία Τραμπ μπορεί μεν να προσλαμβάνει τις κυπροαμερικανικές σχέσεις ως αναβαθμισμένες –όπως και είναι– αλλά διαθέτει και τον κυνισμό της realpolitik, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν στην «Κ» έμπειροι παρατηρητές, του «να ζήσει και χωρίς το Κυπριακό». Υπό αυτό το βάρος η δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ θα κριθεί πολύ νωρίς σχετικά με τις εξελίξεις του Κυπριακού, που θα είναι έντονες το πρώτο εξάμηνο του 2025, αρχής γενομένης από μια διεθνή διάσκεψη για το Κυπριακό τον Μάρτιο, και που αυτή τη φορά φτάνουν μέχρι και το δίλημμα του μόνιμου αδιεξόδου ή της αλλαγής παραδείγματος ως προς τη μορφή λύσης μετά από δεκαετίες.

H νευρικότητα της Λευκωσίας αμέσως μετά τη νίκη Τραμπ διαφάνηκε και από τις τότε διαρροές για επαφή με αξιωματούχους «και από το στρατόπεδο Τραμπ» και φυσικά υπάρχει και συνεχιζόμενη προσπάθεια για διπλωματικές επαφές, σε υψηλό επίπεδο, με την ανάληψη καθηκόντων της προεδρίας Τραμπ. Ωστόσο, ο τελευταίος δεν έχει εκφραστεί, ακόμη, σε σχέση με το Κυπριακό, με το τελευταίο να αποτελεί ιδιαίτερα ενδιαφέρον πεδίο, αν τους επόμενους μήνες ο κ. Τραμπ κληθεί να σχολιάσει κάποια εξέλιξη – δεδομένου και του τρόπου που συνήθως εκφράζεται δημόσια για διεθνή θέματα, εκτός των διπλωματικών θεσμίων και συχνά με έντονη γλώσσα, όπως διαφάνηκε εξάλλου προσφάτως και με τις δηλώσεις του για τη Γροιλανδία και τον Κόλπο του Μεξικού.

Η άρση εμπάργκο και η επόμενη ημέρα

Η επίσημη πλέον προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στα προγράμματα Διεθνών Πωλήσεων Στρατιωτικού Υλικού (Foreign Military Sales), Παροχής Πλεονάζοντος Αμυντικού Υλικού (Excess Defense Articles) και Τίτλου 10 για παροχή εκπαίδευσης και εξοπλισμού στις εθνικές δυνάμεις ασφαλείας ξένων χωρών (Title 10 security assistance program) επιβεβαιώνει τη στρατηγική αναβάθμιση των διμερών σχέσεων Λευκωσίας-Ουάσιγκτον, μια τάση που ξεκίνησε μετά τη διετία 2020-2021 και την αρχική απόφαση του 2019 για μερική άρση του εμπάργκο όπλων και ουσιαστικά άρει ντε φάκτο, μη-μόνιμο ωστόσο, το εμπάργκο όπλων που επιβλήθηκε στην Κ.Δ. το 1987.

Η προσχώρηση στα εν λόγω τρία προγράμματα των ΗΠΑ ουσιαστικά ανοίγει τον δρόμο για ταχύ εκσυγχρονισμό του συνόλου της Ε.Φ. σε νατοϊκά πρότυπα δίνοντας, όπως χαρακτηριστικά τονίζουν στην «Κ» πηγές με γνώση του θέματος, σειρά δυνατοτήτων και αναρίθμητες επιλογές στο βάθος της επόμενης πενταετίας για ανανέωση του συνόλου του ατομικού εξοπλισμού της Ε.Φ. (τόσο σε φονικό όσο και σε μη-φονικό επίπεδο) στα πρότυπα του ΝΑΤΟ (NATO Standardization, STANAG), όπως η πλειοψηφία των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι ιδιαίτερης σημασίας για την Ε.Φ. και τις σημερινές της, περιορισμένες, δυνατότητες από τα τρία αμερικανικά προγράμματα αποτελεί η Παροχή Πλεονάζοντος Αμυντικού Υλικού (Excess Defense Articles) το γνωστό υλικό «surplus» του αμερικανικού στρατού, που διαχρονικά αποτέλεσε και το σημείο εκκίνησης, μεταπολεμικά, για τον εκσυγχρονισμό των περισσότερων εθνικών στρατών της Ευρώπης, μιας και ετησίως υπολογίζεται σε υλικά με αξία αρχικής απόκτησης δεκάδων δισεκατομμυρίων που ουσιαστικά μια στρατιωτική υπερδύναμη σαν τις ΗΠΑ «ξεφορτώνεται». Να σημειωθεί για σκοπούς αποφυγής υπερβολών –εν μέσω ενθουσιασμού από την κυβέρνηση για την σημαντική απόφαση της Ουάσιγκτον– πως στο πλεονάζον αμυντικό υλικό των ΗΠΑ δεν περιλαμβάνονται, προφανώς στρατηγικά όπλα (πλοία, πολεμικά αεροσκάφη, πυραυλικά συστήματα).

Για την Ε.Φ. η επόμενη ημέρα της σημαντικής της εισόδου σε αυτά τα τρία αμερικανικά προγράμματα εδράζεται στο αν θα κινηθεί στρατηγικά ώστε να επωφεληθεί ολιστικά ως προς τις δυνατότητες απόκτησης και επιπλέον αν θα κατορθώσει –σε βάθος χρόνου– να «απορωσοποιήσει» πλήρως τα εξοπλιστικά της προγράμματα (ήδη συμβαίνει) με τη μέγιστη δυνατή εξισορρόπηση μεταξύ αμερικανικών και ευρωπαϊκών συστημάτων για σκοπούς περαιτέρω εμβάθυνσης με την ευρωατλαντική της αναζήτηση, αλλά και χωρίς να απορρίπτει τη διάσταση της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας.

Πηγή: Kathimerini

Μικαέλα Θεραπή

Γεια σας! Είμαι η Μικαέλα Θεραπή, απόφοιτος του Πανεπιστήμιο Κύπρου στο Τμήμα Δημοσιογραφίας. Είναι εντυπωσιακό πόσο η δύναμη των λέξεων μπορεί να αναδείξει την ουσία των πραγμάτων, και αυτό είναι κάτι που αγαπώ να κάνω. Με την αγάπη μου για την αλήθεια και τη διαφάνεια, προσπαθώ πάντα να παρουσιάζω τα πράγματα με τον πιο ακριβή και κατανοητό τρόπο. Η διαπραγμάτευση της πολυπλοκότητας μέσα από τη γραφή μου είναι η πρόκληση που με κινητοποιεί και με ενθαρρύνει να ανακαλύπτω νέες πτυχές των θεμάτων. Η εκπαίδευσή μου στη δημοσιογραφία με έχει εξοπλίσει με τα εργαλεία για να αναλύω, να ερευνώ και να επικοινωνώ αποτελεσματικά. Είμαι πεπεισμένη ότι κάθε ιστορία έχει ένα όνομα και η δύναμη να επηρεάσει θετικά τον κόσμο μας. Ανυπομονώ να συνεχίσω να εξερευνώ και να μοιράζομαι με εσάς σημαντικές ιστορίες που αντικατοπτρίζουν την πολυπλοκότητα και την ομορφιά του κόσμου μας.