Κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα ενισχύθηκαν χθες οι τιμές του πετρελαίου, παρά το γεγονός ότι στις αρχές της συνεδρίασης σημείωσαν πτώση, αγγίζοντας τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων πέντε εβδομάδων.
Η αντιστροφή του κλίματος, η οποία συνεχίζεται και σήμερα, αποδίδεται σε ενέργεια του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ανακοίνωσε την επιβολή υψηλότερων δασμών στην Ινδία – οι οποίοι πλέον αγγίζουν το 50% – εξαιτίας της συνεχούς αγοράς ρωσικού πετρελαίου από το Νέο Δελχί.

Σε μια προσπάθεια να ασκήσει πίεση στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν ώστε να σταματήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Τραμπ προχώρησε σε δασμολογικά μέτρα και απείλησε την Ινδία με πρόστιμα. Στόχος του είναι, μέσω αυτών των οικονομικών κινήσεων, να αναγκάσει το Νέο Δελχί να διακόψει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, αποστερώντας έτσι από το Κρεμλίνο πολύτιμα έσοδα που στηρίζουν τη στρατιωτική του μηχανή.

Σε πρόσφατες δηλώσεις του, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να στραφεί και κατά της Κίνας, υπονοώντας ότι οι δύο αυτές χώρες ευθύνονται για περισσότερο από το 80% των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου.

Η πίεση που ασκείται στην Ινδία, την οποία το Νέο Δελχί χαρακτηρίζει παράλογη και αδικαιολόγητη, έχει προκαλέσει σοβαρούς τριγμούς στις διμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις.

Γιατί όμως η Ινδία αρνείται να υποχωρήσει;

Πριν από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία το 2022, η Ινδία κάλυπτε μόλις το 0,2% των εισαγωγών πετρελαίου της μέσω Ρωσίας. Σήμερα, η Μόσχα προμηθεύει σχεδόν το ένα τρίτο των συνολικών ποσοτήτων, με το Νέο Δελχί να επωφελείται από τις σημαντικά μειωμένες τιμές που προσφέρει η Ρωσία λόγω των δυτικών κυρώσεων.
«Τα ινδικά διυλιστήρια εξοικονομούν περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια τον μήνα αγοράζοντας ρωσικό αργό», υποστηρίζει ο Pramit Pal Chaudhuri του Eurasia Group, αν και παραδέχεται ότι η έκπτωση έχει μειωθεί τις τελευταίες εβδομάδες.

Η Ινδία δεν καλύπτει μόνο τις εσωτερικές ενεργειακές ανάγκες της με αυτό το πετρέλαιο, αλλά επωφελείται και εμπορικά, εξάγοντας προϊόντα διύλισης – όπως το ντίζελ – σε διεθνείς αγορές, με την Ευρώπη να αποτελεί έναν από τους βασικούς της πελάτες.
«Η αγορά ρωσικού αργού και η επεξεργασία του για εξαγωγή – ακόμα και προς ευρωπαϊκές χώρες – επέτρεψαν στην Ινδία όχι μόνο να ενισχύσει τα έσοδά της, αλλά και να διατηρήσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά», σημειώνει η Manjari Chatterjee Miller από το Council on Foreign Relations.

Το Νέο Δελχί πιθανώς αντιλαμβάνεται την αμερικανική πίεση ως μέρος των εν εξελίξει εμπορικών διαπραγματεύσεων με την Ουάσινγκτον. Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι και ο ίδιος ο Τραμπ αντιμετωπίζει τη συγκυρία ως διαπραγματευτικό μοχλό έναντι της Ινδίας. Οι συνομιλίες θεωρούνται ζωτικής σημασίας για το Νέο Δελχί, με τον επόμενο γύρο να έχει προγραμματιστεί για τις 25 Αυγούστου – πριν τεθούν σε ισχύ οι νέοι αυξημένοι δασμοί.
«Υπάρχει η αίσθηση στην Ινδία ότι ο Τραμπ χρησιμοποιεί τις δασμολογικές απειλές για να αποσπάσει παραχωρήσεις και να πετύχει μια ευνοϊκή εμπορική συμφωνία, καθώς συνηθίζει να συγχέει εμπορικά και μη εμπορικά ζητήματα», σχολιάζει ο Chietigj Bajpaee του Chatham House.

Παρόλο που ο Τραμπ προβάλλει ως κίνητρο τον τερματισμό της σύρραξης στην Ουκρανία, πίσω από τις κινήσεις του διακρίνονται εμπορικά συμφέροντα: θέλει το Νέο Δελχί να μειώσει τους υψηλούς δασμούς του και να ανοίξει τις αγορές του – ιδίως σε γεωργικά και γαλακτοκομικά προϊόντα από τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Chaudhuri.

Αν, επομένως, οι δασμοί αποτελούν απλώς διαπραγματευτική «παράσταση» του Τραμπ, ο πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι δεν φαίνεται διατεθειμένος να προβεί σε παραχωρήσεις.

Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που οι Ινδοί πολίτες δεν επιθυμούν να δουν τον ηγέτη τους να υποκύπτει σε εξωτερικές πιέσεις. Αντιθέτως, η «αντίσταση» στις ΗΠΑ ενισχύει την πολιτική του θέση στο εσωτερικό.
Ενώ ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η επιθετική στάση του Τραμπ πλήττει την εικόνα του Μόντι, άλλοι τη θεωρούν ευκαιρία. «Όσο περισσότερο ο Τραμπ επιτίθεται ρητορικά στον Μόντι, τόσο περισσότερο το ινδικό κοινό συσπειρώνεται γύρω του. Ο Μόντι είναι ρεαλιστής – γνωρίζει ότι η σύγκρουση με τις ΗΠΑ είναι αναπόφευκτη. Δεν πρόκειται να το πάρει προσωπικά, αλλά η ινδοαμερικανική σχέση μπαίνει σε νέα φάση», υποστηρίζει ο Harsh V. Pant του Observer Research Foundation.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τραμπ έχουν ενοχλήσει πολλούς στην Ινδία, ιδίως όταν χαρακτήρισε την οικονομία της χώρας «νεκρή». Αυτές οι τοποθετήσεις θεωρήθηκαν προσβλητικές και έχουν επιβαρύνει την εικόνα του στις τάξεις της ινδικής κοινής γνώμης, εξηγεί ο Ashok Malik του Asia Group. Ο Μόντι, προσθέτει, «οφείλει πλέον να απαντήσει».

Το ζήτημα δεν είναι τόσο προσωπικό, όσο θεσμικό: η απόρριψη των ξένων παρεμβάσεων συνιστά πάγια αρχή για την Ινδία, η οποία διαχρονικά ακολουθεί πολιτική «μη ευθυγράμμισης» με καμία παγκόσμια δύναμη.
«Η υποχώρηση απέναντι στις αμερικανικές απειλές για δασμούς και η έμμεση παραβίαση της σχέσης με τη Ρωσία δεν θα τύχουν θετικής αποδοχής στο εσωτερικό της Ινδίας», επισημαίνει η Miller. Γι’ αυτό, «ο Μόντι δεν μπορεί να δώσει την εικόνα ότι υποκλίνεται στην αμερικανική διοίκηση».

Η Ινδία εξακολουθεί να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη σχέση της με τη Ρωσία, η οποία βασίζεται σε δεκαετίες συνεργασίας και λειτουργεί ως αντιστάθμισμα στην επιρροή της Κίνας – του βασικού γεωπολιτικού αντιπάλου της Ασίας.
Οι σχέσεις Νέου Δελχί – Πεκίνου παραμένουν τεταμένες λόγω συνοριακών διαφορών, ανταγωνισμού στον τομέα της τεχνολογίας και της στήριξης που παρέχει το Πεκίνο στο Πακιστάν. Παρότι η φετινή χρονιά φέρνει σημάδια σχετικής εξομάλυνσης – με τον Μόντι να προγραμματίζει επίσκεψη στην Κίνα για πρώτη φορά έπειτα από επτά χρόνια – η Ινδία δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει τη στρατηγική της σχέση με τη Μόσχα, καθώς αυτό θα ενίσχυε τη ρωσοκινεζική σύγκλιση.

«Η Ινδία έχει ισχυρό συμφέρον να διατηρήσει τους δεσμούς της με τη Ρωσία», επισημαίνει ο Chaudhuri. «Βασίζεται σε έναν συνδυασμό ”σεβασμού και οικονομικού συμφέροντος” που διατηρεί τη Ρωσία ουδέτερη σε περίπτωση σύγκρουσης με την Κίνα, παρέχοντας παράλληλα σημαντικά γεωπολιτικά πλεονεκτήματα».

Η άρνηση του Νέου Δελχί να ενδώσει στις πιέσεις ενδέχεται, ωστόσο, να έχει συνέπειες στην εξωτερική πολιτική της χώρας.
«Εάν ο Μόντι και ο Τραμπ δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε συμφωνία, πρόκειται για μια εξαιρετικά αποσταθεροποιητική στιγμή για τις σχέσεις ΗΠΑ–Ινδίας, και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θα είναι δύσκολη», προειδοποιεί η Miller.

Η Ρωσία βρίσκεται υπό καθεστώς κυρώσεων από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Στο πλαίσιο της προσπάθειας περιορισμού της ρωσικής στρατιωτικής δράσης, η Δύση έχει επιβάλει πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου. Ωστόσο, η Ινδία δεν συμμετέχει στη συγκεκριμένη πρωτοβουλία και υφίσταται συνέπειες χωρίς να έχει παραβιάσει κάποιον διεθνή κανόνα.
Όπως επισημαίνει η Telegraph σε πρόσφατη ανάλυσή της, η Ινδία τηρεί τους κανόνες: αγοράζει ρωσικό αργό σε μειωμένες τιμές, το διυλίζει και εξάγει σημαντικό μέρος του – κυρίως προς την Ευρώπη.

ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ.gr