Ενεργειακή εξάρτηση με πολιτικό τίμημα: Γιατί η συμφωνία Ε.Ε.–Τραμπ για αγορά αμερικανικής ενέργειας προκαλεί σκεπτικισμό
Η δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προχωρήσει σε αγορά αμερικανικής ενέργειας ύψους 750 δισ. δολαρίων μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, στο πλαίσιο της συμφωνίας που ανακοίνωσαν ο Ντόναλντ Τραμπ και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν την Κυριακή, εγείρει ερωτήματα ως προς τη ρεαλιστικότητά της. Πολλοί αναλυτές χαρακτηρίζουν τη συμφωνία «ανεδαφική» και αποσυνδεδεμένη από τις πραγματικές δυνατότητες της αγοράς.
Εξωπραγματικά νούμερα
Η συμφωνία προβλέπει πως ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα προμηθεύονται αμερικανικά ενεργειακά προϊόντα – πετρέλαιο, υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), αλλά και πυρηνικές τεχνολογίες – αξίας 250 δισ. δολαρίων ετησίως για τρία χρόνια. Ωστόσο, όπως τονίζουν ειδικοί, οι αριθμοί αυτοί δεν αντικατοπτρίζουν τις υφιστάμενες εμπορικές και τεχνικές συνθήκες. Το 2024, οι αντίστοιχες εξαγωγές από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη ανήλθαν σε μόλις 75 δισ. δολάρια.
Όπως εξηγεί η Anne-Sophie Corbeau του Columbia University, η επίτευξη του στόχου των 250 δισ. θα απαιτούσε πλήρη απομάκρυνση από άλλους ενεργειακούς προμηθευτές, καθώς και σημαντική άνοδο στις τιμές ενέργειας – κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τις επιδιώξεις της Ε.Ε. για φθηνότερη και καθαρότερη ενέργεια.
Δημόσιες δεσμεύσεις σε ιδιωτικοποιημένη αγορά
Πέρα από τους αριθμούς, το ευρωπαϊκό ενεργειακό μοντέλο βασίζεται σε ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες έχουν την ευχέρεια να επιλέγουν τις οικονομικά πιο συμφέρουσες λύσεις. Όπως σημειώνει ο Matt Smith της εταιρείας ανάλυσης Kpler, δεν είναι σαφές με ποιον τρόπο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ή η Κομισιόν θα μπορούσαν να επιβάλουν τέτοιες αγορές στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες είναι δεσμευμένες με συμβάσεις με χώρες όπως η Νορβηγία, το Κατάρ και η Αλγερία.
Η πρόωρη λύση τέτοιων συμφωνιών θα συνεπαγόταν ποινές και νομικές προστριβές, γεγονός που δυσκολεύει περαιτέρω την εφαρμογή της συμφωνίας.
Συγκρατημένη αισιοδοξία στις ΗΠΑ
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αντίδραση των ενεργειακών κύκλων ήταν αρχικά θετική. Το American Petroleum Institute χαιρέτισε τη συμφωνία, ενώ εταιρείες όπως οι Venture Global, Cheniere και NextDecade κατέγραψαν αρχικά κέρδη στο χρηματιστήριο. Ωστόσο, η ευφορία δεν κράτησε, καθώς έγινε αντιληπτή η έλλειψη συγκεκριμένων λεπτομερειών στην εφαρμογή της συμφωνίας. Μάλιστα, η ανακοίνωση επένδυσης 15 δισ. δολαρίων από τη Venture Global προηγήθηκε της συμφωνίας, γεγονός που θέτει υπό αμφισβήτηση τον ρόλο της ως «καταλύτη».
Το προηγούμενο της Κίνας
Η συμφωνία φέρνει μνήμες από τη «φάση 1» της εμπορικής συμφωνίας του Τραμπ με την Κίνα το 2020, στην οποία το Πεκίνο είχε δεσμευτεί να αγοράσει 200 δισ. δολάρια επιπλέον αμερικανικών αγαθών – δέσμευση που ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Ο Kevin Book της ClearView Energy Partners υποστηρίζει πως η νέα συμφωνία έχει τα ίδια χαρακτηριστικά μαξιμαλισμού χωρίς αντίκρισμα.
Από τη ρωσική στην αμερικανική εξάρτηση;
Πέραν της οικονομικής βιωσιμότητας, ανακύπτει και στρατηγικό ζήτημα: είναι προς το συμφέρον της Ε.Ε. να μετακινηθεί από τη ρωσική ενεργειακή εξάρτηση σε μία νέα, από τις ΗΠΑ; Δεδομένων των στόχων της Ένωσης για πράσινη μετάβαση και ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η συμφωνία φαίνεται να πηγαίνει κόντρα στη μακροπρόθεσμη στρατηγική.
«Ας είμαστε ρεαλιστές», τονίζει ο Bill Farren-Price του Oxford Institute. «Η Ευρώπη επενδύει στα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά. Αν η τιμή και η ζήτηση για φυσικό αέριο πέφτει, ποιος θα πληρώσει τα 250 δισ. ετησίως;»
ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ.gr
Be the first to write a comment.