Ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, συνεχίζει να προβάλει ανοιχτά τον οραματισμό του για μια Τουρκία με αυξημένη γεωπολιτική επιρροή, εμπνευσμένη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο πρόσφατο συνέδριο του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στην Άγκυρα, επανέλαβε την ιδεολογική του αφήγηση περί ενότητας των μουσουλμανικών λαών υπό την τουρκική ηγεσία, με ιστορικές αναφορές και έντονη συναισθηματική φόρτιση:

«Εμείς, δηλαδή Τούρκοι, Κούρδοι και Άραβες, όταν συμμαχήσαμε, ο άνεμος που προκαλούσαν τα άλογά μας έφερε δροσερές αύρες από τη Θάλασσα της Κίνας μέχρι την Αδριατική. […] Όποτε χωρίσαμε, χάσαμε, ηττηθήκαμε. Όποτε συμμαχήσαμε, τότε χαράξαμε την πορεία της ιστορίας».

Η ρητορική αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρύτερης στρατηγικής του «νεο-οθωμανισμού» και του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», που αποσκοπεί στην ανάδειξη της Τουρκίας ως περιφερειακής υπερδύναμης από την Ανατολική Μεσόγειο έως την Κεντρική Ασία.

Ωστόσο, η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις χαρακτηρίζεται από αδράνεια ή και αδιαφορία. Παρότι υψώνονται φωνές για την αυξανόμενη αυταρχικότητα και επιθετικότητα της Τουρκίας, η Δύση φαίνεται να επικεντρώνει τη στρατηγική της κυρίως στη ρωσική απειλή, αφήνοντας τον Τούρκο πρόεδρο ουσιαστικά ανεξέλεγκτο.

Κριτική ασκείται στην ευρωπαϊκή ηγεσία, η οποία –σύμφωνα με αναλυτές– είτε από φόβο είτε από πολιτικό υπολογισμό, αποφεύγει την ανάληψη ουσιαστικής δράσης απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις. Η στάση αυτή εκλαμβάνεται από ορισμένους ως ένδειξη διαφθοράς ή και συμβιβασμού με τα τουρκικά συμφέροντα.

Η ρητορική Ερντογάν και η απουσία ουσιαστικής αντίδρασης από διεθνείς οργανισμούς εντείνουν τις ανησυχίες στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των γεωπολιτικών διεκδικήσεων της Άγκυρας.