Σε ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον, όπου το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος αποτελούν διαχρονικές εστίες έντασης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η δημοσιοποίηση του ελληνικού Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδίου (ΘΧΣ) προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια της Άγκυρας. Η κίνηση αυτή αναζωπύρωσε τις αντιπαραθέσεις για τα ζητήματα θαλάσσιας κυριαρχίας, τις ερμηνείες του διεθνούς δικαίου και τα όρια των εθνικών δικαιοδοσιών.
Η Τουρκία, χώρα με ακτές σε τρεις θάλασσες, έχει διαμορφώσει εδώ και χρόνια ένα σύνθετο σύστημα οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών, κυρίως στη Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Ενώ στο Αιγαίο τα τουρκικά χωρικά ύδατα παραμένουν στα 6 ναυτικά μίλια, σε άλλες περιοχές φτάνουν τα 12. Μέσω συμφωνιών με γειτονικά κράτη, όπως η Ρωσία, η Βουλγαρία, η Λιβύη και η οντότητα του ψευδοκράτους, η Άγκυρα επιδιώκει να εδραιώσει την παρουσία και τα συμφέροντά της στις θαλάσσιες ζώνες. Ταυτόχρονα, έχει κοινοποιήσει επίσημα τις θέσεις της στα Ηνωμένα Έθνη, προβάλλοντας τα δικαιώματά της βάσει διεθνούς δικαίου.
Η κατάσταση στο Αιγαίο όμως παραμένει ιδιαίτερα σύνθετη, λόγω της έλλειψης συμφωνίας για την οριοθέτηση και της ύπαρξης νησιών με αδιευκρίνιστο νομικό καθεστώς. Η Τουρκία θεωρεί ότι οι περιοχές υφαλοκρηπίδας δεν έχουν ακόμη καθοριστεί, επικαλούμενη προηγούμενες διεθνείς αποφάσεις και υποστηρίζοντας ότι οι ελληνικοί χάρτες δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, ιδιαίτερα όπου οι διαφωνίες είναι ακόμα ενεργές.
Με την ευκαιρία της ελληνικής ανακοίνωσης, το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών επανέλαβε τη θέση του ότι κάθε μονομερής ενέργεια σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες, όπως το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος, είναι άκυρη χωρίς τη συναίνεση των εμπλεκόμενων κρατών. Η Άγκυρα δεν αποδέχεται τις προβλέψεις του ΘΧΣ και δηλώνει πρόθεση να παρουσιάσει τη δική της προσέγγιση στους διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ και η UNESCO.
Από ελληνικής πλευράς, το ΘΧΣ παρουσιάζεται ως μια θεσμική πρωτοβουλία με περιβαλλοντικό προσανατολισμό, που στοχεύει στην ορθολογική διαχείριση των θαλάσσιων δραστηριοτήτων. Υλοποιήθηκε με τη συνεργασία των Υπουργείων Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εξωτερικών, και αποσκοπεί στην ενίσχυση της «γαλάζιας» οικονομίας, την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού πλούτου και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας απέναντι στην κλιματική κρίση.
Στην πράξη, το σχέδιο θέτει κανόνες για τη συνύπαρξη διαφορετικών χρήσεων στον θαλάσσιο χώρο – από την αλιεία και τη ναυσιπλοΐα έως την τουριστική αξιοποίηση και τις ενεργειακές υποδομές – προσφέροντας ένα ενιαίο πλαίσιο συμβατό με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και τις υποχρεώσεις της Ελλάδας.
Παρά τα τεχνικά χαρακτηριστικά του σχεδίου, η τουρκική αντίδραση αναδεικνύει πως το γεωπολιτικό υπόβαθρο υπερτερεί των τεχνοκρατικών στόχων. Η Άγκυρα βλέπει την ελληνική πρωτοβουλία ως απόπειρα επιβολής τετελεσμένων σε περιοχές που θεωρεί υπό διαπραγμάτευση. Υπενθυμίζει, επίσης, τη Συμφωνία της Βέρνης του 1976, η οποία προέβλεπε αποφυγή μονομερών ενεργειών που θα μπορούσαν να δυσχεράνουν τις διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα – ερμηνεία που σήμερα αμφισβητείται και από τις δύο πλευρές.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η αντιπαράθεση Ελλάδας–Τουρκίας επιστρέφει στα γνώριμα πεδία της αμοιβαίας δυσπιστίας και των αντικρουόμενων αναγνώσεων του διεθνούς δικαίου. Αν και η Διακήρυξη των Αθηνών του Δεκεμβρίου 2023 είχε γεννήσει ελπίδες για ομαλοποίηση των σχέσεων, η νέα κρίση επιβεβαιώνει την ευθραυστότητα της διπλωματικής ισορροπίας.
Ενώ η Ελλάδα επιδιώκει να προωθήσει ένα εργαλείο εσωτερικής ανάπτυξης και βιωσιμότητας, η Τουρκία εκλαμβάνει το ΘΧΣ ως μοχλό γεωπολιτικής αντιπαράθεσης. Στο παρόν σκηνικό, η μόνη ασφαλής οδός για την αποφυγή περαιτέρω έντασης είναι η συνέχιση των συνομιλιών στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, με πνεύμα καλής γειτονίας και σεβασμό στις αρχές της ειρηνικής επίλυσης διαφορών.
ΠΗΓΗ: IBNA
Be the first to write a comment.