Μπορεί η Ιστορία να γράφτηκε με αίμα και προσφυγιά το καλοκαίρι του 1974, αλλά για τον κατοχικό ηγέτη Ερσίν Τατάρ η πραγματικότητα είναι αλλιώς: μια «ειρηνευτική επιχείρηση» έλαβε χώρα στην Κύπρο και οι Τούρκοι στρατιώτες ήρθαν όχι ως εισβολείς, αλλά ως… προστάτες. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίστηκε με παρρησία ο εκλεκτός της Άγκυρας κατά τη διάρκεια μιας κακόγουστης φιέστας στην Κωνσταντινούπολη, όπου γιόρτασαν – με αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας, παρακαλώ – την εισβολή, τη βία και την κατοχή.
Μιλώντας στη δεξίωση του Τουρκοκυπριακού Πολιτιστικού Συλλόγου στο παλάτι Μπεϊκόζ, ο Τατάρ δεν δίστασε να απορρίψει με τον πιο ωμό τρόπο κάθε ενδεχόμενο αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο. «Δεν υπάρχει τέτοια πιθανότητα», διακήρυξε, προκαλώντας αποστροφή σε κάθε λογικό άνθρωπο που θυμάται τι ακριβώς συνέβη το 1974.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, επιχείρησε να παρουσιάσει την παρουσία κατοχικών στρατευμάτων ως… πυλώνα ειρήνης, λέγοντας ότι οι Τουρκοκύπριοι κινδύνευαν με «πλήρη αφανισμό» και ότι μόνο οι Τούρκοι στρατιώτες κατάφεραν να φέρουν «ασφάλεια». Μιλάμε για την ίδια «ασφάλεια» που έφερε δεκάδες χιλιάδες Ελληνοκύπριους ξεριζωμένους από τα σπίτια τους, για τη «γαλήνη» των ομαδικών τάφων και των αγνοουμένων.
Με ύφος κηρύγματος, ο Τατάρ υποστήριξε επίσης ότι «η Ιστορία μπορεί να επαναληφθεί» και ότι αν είναι να υπάρξει κάποτε συμφωνία στην Κύπρο, αυτή θα πρέπει να έχει τις τουρκικές εγγυήσεις και την παραμονή των στρατευμάτων κατοχής ως προϋπόθεση. Ουσιαστικά, μας είπε πως η μόνη «έντιμη λύση» είναι αυτή που επιβάλλεται με την κάννη του όπλου. Τίποτα λιγότερο.
Δεν έλειψε φυσικά και η… γεωστρατηγική ρητορική. «Η Ανατολική Μεσόγειος και η Γαλάζια Πατρίδα είναι κρίσιμες για τον τουρκικό κόσμο», δήλωσε, υπονοώντας πως το μέλλον της Κύπρου δεν ανήκει στους Κυπρίους αλλά εντάσσεται σε κάποια μεγάλη αυτοκρατορική φαντασίωση της Άγκυρας. Η Κύπρος, με άλλα λόγια, ως πιόνι σε χάρτες «επιρροής».
Και σαν να μην έφταναν οι δηλώσεις Τατάρ, τη σκυτάλη πήρε και ο νομάρχης Κωνσταντινούπολης, Νταβούτ Γκιουλ, για να μας πληροφορήσει πως η λεγόμενη «τδβκ» – δηλαδή το παράνομο ψευδοκράτος – έχει αρχίσει, λέει, να αναγνωρίζεται από «φιλικές και αδελφικές χώρες», αποτέλεσμα – άκουσον άκουσον – «μυστικής διπλωματίας».
Αν δεν ήταν επικίνδυνο, θα ήταν κωμικό. Αν δεν προκαλούσε οργή, θα θύμιζε σατιρικό σκετς. Κι όμως, ο αναθεωρητισμός δεν είναι πια ψίθυρος· είναι δημόσια πολιτική. Και όσο η διεθνής κοινότητα σιωπά ή δείχνει ανοχή, οι Τατάρ αυτού του κόσμου θα συνεχίσουν να αποκαλούν «ειρήνη» την εισβολή και «προστασία» την κατοχή.
Η Ιστορία, όμως, έχει μνήμη. Και οι λαοί, ακόμα κι όταν υπομένουν, δεν ξεχνούν.
Be the first to write a comment.