Το έχουμε διασταυρώσει από τουλάχιστον τρεις «πηγές», με τις οποίες συνομιλήσαμε σε ανύποπτο χρόνο. Και οι τρεις -πολιτικές, επιχειρηματικές, ακαδημαϊκές- ρώτησαν τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη τον περασμένο Νοέμβριο γιατί έριξε όλο το βάρος της υποστήριξής του στις προεδρικές εκλογές των Ηνωμένων Πολιτειών στην υποψήφια των Δημοκρατικών Κάμαλα Χάρις, γιατί δεν τήρησε ίσες αποστάσεις απέναντι στους δύο υποψηφίους και γιατί έπαιξε 100-0 υπέρ της πρώην εισαγγελέως. Γιατί ενεπλάκη με τέτοιον τρόπο στα εσωτερικά των Ηνωμένων Πολιτειών και γιατί δεν κράτησε, κατά το κοινώς λεγόμενο, «πισινή»;

Για πρώτη φορά από το 1987, κανένας Έλληνας πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών ή άλλος κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν ήταν παρών. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: η νέα αμερικανική ηγεσία δεν ξεχνά ποιοι την υπονόμευσαν ή υποστήριξαν ανοιχτά την αντίπαλη παράταξη. Η «υποθήκη» που έβαλε ο κ. Μητσοτάκης σε μια πιθανή επικράτηση των Δημοκρατικών αποδείχθηκε ατυχής, αφού ο Ντόναλντ Τραμπ όχι μόνο κέρδισε, αλλά και δεν φαίνεται διατεθειμένος να συγχωρέσει όσους τάχθηκαν ανοιχτά εναντίον του.

Το αποτέλεσμα; Όχι μόνο δεν προσκλήθηκε η ελληνική κυβέρνηση, αλλά ο Τραμπ, στην ομιλία του, φρόντισε να εκφράσει την προτίμησή του σε συγκεκριμένα πρόσωπα της ομογένειας, αποφεύγοντας οποιαδήποτε αναφορά στην επίσημη Ελλάδα. Η έμμεση αποδοκιμασία ήταν εμφανής και καταδεικνύει το στρατηγικό λάθος του Μεγάρου Μαξίμου.

Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η αφέλεια με την οποία η ελληνική ηγεσία πίστευε ότι «ο αμερικανικός λαός θα αντιδράσει και θα χάσει ο Τραμπ». Αυτό ειπώθηκε, σύμφωνα με τρεις διαφορετικές πηγές, από τον ίδιο τον πρωθυπουργό τον περασμένο Νοέμβριο. Το γεγονός ότι όλες οι απόρρητες αναλύσεις έδειχναν πιθανότητα 67% για νίκη του Τραμπ καθιστά αυτή την εκτίμηση ακόμα πιο προβληματική.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίζει να εθελοτυφλεί, αγνοώντας τις νέες πολιτικές ισορροπίες στην Ουάσινγκτον. Η εμμονή σε μια αμιγώς φιλοουκρανική και αντιρωσική γραμμή εξυπηρετεί τις γερμανικές επιδιώξεις, αλλά απομονώνει την Ελλάδα από την Ουάσινγκτον. Η επιδίωξη του πρωθυπουργού να μεταπηδήσει σε μια ευρωπαϊκή θέση, όπως αυτή του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, φαίνεται πως έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τις στρατηγικές σχέσεις της χώρας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Όταν, λοιπόν, έρθει η ώρα της κρίσιμης διαπραγμάτευσης για το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, η ελληνική κυβέρνηση θα βρεθεί χωρίς συμμάχους στον Λευκό Οίκο. Και τότε, ίσως, καταλάβει το κόστος του πολιτικού τυχοδιωκτισμού και της λανθασμένης διπλωματικής τακτικής.