Μπορεί ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ να δηλώνει καθησυχαστικά ότι «όλα θα πάνε καλά με την Κίνα» και πως σύντομα θα βρεθεί λύση στη μεταξύ τους εμπορική διαμάχη, ωστόσο το Πεκίνο διαμηνύει με σαφήνεια πως «αν φτάσουμε σε μάχη, θα πολεμήσουμε μέχρι τέλους», σύμφωνα με το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου.

Ο εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη έχει πλέον επεκταθεί και στον τομέα της ναυτιλίας. Η Κίνα ανακοίνωσε ότι θα επιβάλει ειδικούς δασμούς σε πλοία αμερικανικής ιδιοκτησίας, λειτουργίας, κατασκευής ή σημαίας. Παράλληλα, διευκρίνισε ότι θα εξαιρούνται από τα μέτρα τα πλοία που έχουν κατασκευαστεί στην Κίνα. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της κρατικής τηλεόρασης CCTV, οι εξαιρέσεις ισχύουν επίσης για κενά πλοία που εισέρχονται σε κινεζικά ναυπηγεία για επισκευές. Η ανακοίνωση αυτή ήρθε σε χρονική σύμπτωση με την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να επιβάλουν λιμενικά τέλη σε κινεζικά φορτηγά πλοία που μεταφέρουν προϊόντα κάθε είδους, από παιχνίδια μέχρι αργό πετρέλαιο.

Το Πεκίνο βλέπει πλέον να ορθώνεται ένα «τείχος» στις εξαγωγές κινεζικών προϊόντων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι κινεζικές εξαγωγές προς την αμερικανική αγορά μειώθηκαν κατά 27% τον Σεπτέμβριο σε σχέση με το προηγούμενο έτος, καταγράφοντας την έκτη συνεχόμενη πτώση, ενώ συνολικά οι εξαγωγές της χώρας σημείωσαν τη μεγαλύτερη αύξηση των τελευταίων έξι μηνών, σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Διοίκησης Τελωνείων στο Πεκίνο.

Με βάση τα ίδια στοιχεία, οι συνολικές εξαγωγές της Κίνας αυξήθηκαν κατά 8,3% σε ετήσια βάση, φθάνοντας τα 328,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, μέχρι τον Αύγουστο, οι εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ήδη υποχωρήσει κατά 33%.

«Οι εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να επηρεάζονται από τις εμπορικές εντάσεις και τις πολιτικές που εφαρμόζει η αμερικανική κυβέρνηση, η οποία έχει επιβάλει νέους δασμούς προκειμένου να επαναφέρει τη μεταποίηση εντός των ΗΠΑ», αναφέρουν ασιάτες αναλυτές.

Παράλληλα, η Κίνα έχει ενισχύσει σημαντικά τις εμπορικές της σχέσεις με άλλες περιοχές του κόσμου. Οι εξαγωγές της προς τη Νοτιοανατολική Ασία αυξήθηκαν κατά 15,6% σε ετήσια βάση, προς τη Λατινική Αμερική κατά 15% και προς την Αφρική κατά 56%.

«Το εξωτερικό περιβάλλον παραμένει περίπλοκο και απαιτητικό. Το κινεζικό εμπόριο αντιμετωπίζει αυξανόμενες αβεβαιότητες και προκλήσεις», δήλωσε ο Γουανγκ Τζουν, υφυπουργός αρμόδιος για τα τελωνεία της Κίνας.

Χαμηλό κόστος
Σύμφωνα με τον Γκάρι Νατζ, ανώτερο οικονομολόγο της Natixis, «οι κινεζικές εξαγωγές συνεχίζουν να αποδεικνύουν την ανθεκτικότητά τους, χάρη στο χαμηλό κόστος και την περιορισμένη δυνατότητα παγκόσμιας υποκατάστασης, παρά την αύξηση των δασμών». Παρά ταύτα, προειδοποίησε ότι «αν οι έλεγχοι στις εξαγωγές ενταθούν, ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η λειτουργία των διεθνών αλυσίδων εφοδιασμού».

Οι σχέσεις Πεκίνου–Ουάσιγκτον επιδεινώθηκαν περαιτέρω μετά την απόφαση της Κίνας να επιβάλει αυστηρούς ελέγχους στις εξαγωγές κρίσιμων για την τεχνολογία ορυκτών, όπως οι σπάνιες γαίες. Ο πρόεδρος Τραμπ αντέδρασε ανακοινώνοντας νέους δασμούς ύψους 100% στα κινεζικά προϊόντα από την 1η Νοεμβρίου, καθώς και πρόσθετους περιορισμούς στις εξαγωγές λογισμικού υψηλής τεχνολογίας.

Ο Αμερικανός πρόεδρος αιτιολόγησε τις κινήσεις αυτές λέγοντας ότι η Κίνα απέστειλε «επιστολές σε διάφορες χώρες» ανακοινώνοντας περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών και άλλων στρατηγικών υλικών — μια ενέργεια που, όπως είπε, «προέκυψε από το πουθενά» και θα μπορούσε να παραλύσει το παγκόσμιο εμπόριο.

Αργότερα, όμως, με ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, ο Τραμπ προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα: «Μην ανησυχείτε για την Κίνα, όλα θα πάνε καλά! Ο αξιότιμος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ απλώς περνά μια δύσκολη περίοδο. Δεν θέλει ύφεση για τη χώρα του, ούτε εγώ. Οι ΗΠΑ θέλουν να βοηθήσουν την Κίνα, όχι να τη βλάψουν!!!»

Σύμφωνα με τον Πάτρικ Άρτους, βετεράνο οικονομολόγο της Natixis, «οι πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ θα πλήξουν τελικά την ίδια την αμερικανική οικονομία». Ο Άρτους εκτιμά ότι «παρά τη δημογραφική συρρίκνωση της Κίνας, η οικονομία της θα συνεχίσει να αναπτύσσεται ταχύτερα από εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών».

Μεγαλύτερο το κινεζικό ΑΕΠ
Στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δείχνουν ότι το κινεζικό ΑΕΠ, σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, υπερβαίνει ήδη το αμερικανικό κατά περίπου 10 τρισεκατομμύρια δολάρια. Συγκεκριμένα, η οικονομία της Κίνας εκτιμάται στα 40 τρισεκατομμύρια δολάρια, αντιπροσωπεύοντας το 20% της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ το αμερικανικό ΑΕΠ φθάνει τα 30 τρισεκατομμύρια, δηλαδή το 14% του παγκόσμιου συνόλου.

Από το 2008, η Κίνα έχει συμβάλει περίπου στο 30% της συνολικής αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1981 η κινεζική οικονομία αντιστοιχούσε μόλις στο 2% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ οι ΗΠΑ στο 21%.

Εκείνη την εποχή, η Ουάσιγκτον μπορούσε εύκολα να ασκήσει πίεση στο Πεκίνο. Όμως, το 2014 ήρθε η ιστορική ανατροπή: σε όρους αγοραστικής δύναμης, η Κίνα ξεπέρασε για πρώτη φορά τις Ηνωμένες Πολιτείες — γεγονός που συνέβη μετά από 150 χρόνια κυριαρχίας του αμερικανικού οικονομικού μοντέλου. Έκτοτε, οι ΗΠΑ προσπαθούν με διάφορες πολιτικές να περιορίσουν τη ραγδαία άνοδο της Κίνας.

«Το πιο εντυπωσιακό σήμερα είναι ο ρυθμός με τον οποίο διευρύνεται το χάσμα υπέρ της Κίνας και το τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το μέλλον», σημειώνουν Κινέζοι οικονομολόγοι. «Η Κίνα θα συνεχίσει να παράγει τόσο μεγάλο όγκο αγαθών και υπηρεσιών, που ακόμη κι αν η τιμή τους παραμένει χαμηλότερη από αυτή των αμερικανικών, το συνολικό ΑΕΠ της θα ξεπεράσει αναπόφευκτα το αμερικανικό», υποστηρίζουν.

Ένα επικίνδυνο κοκτέιλ πολιτικών
Ο Άρτους επισημαίνει ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν επιβράδυνση της παραγωγικότητας και της ανάπτυξης, εξαιτίας της περιοριστικής μεταναστευτικής πολιτικής, της επιμονής στα ορυκτά καύσιμα και της καθυστέρησης στην ενεργειακή μετάβαση».

Οι προβλέψεις του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, αν και δεν λαμβάνουν πλήρως υπόψη αυτούς τους παράγοντες, αναφέρουν ότι τα επόμενα χρόνια η Κίνα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται σχεδόν με διπλάσιο ρυθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά τη σταδιακή επιβράδυνση λόγω της μείωσης του εργατικού δυναμικού, η κινεζική ανάπτυξη θα παραμείνει σταθερά υψηλότερη.

«Ακόμη και με λιγότερο ενεργό πληθυσμό, η Κίνα θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ σε απόλυτα οικονομικά μεγέθη, χάρη στα μεγάλα κέρδη παραγωγικότητας και τις μαζικές επενδύσεις της σε τομείς όπως οι μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων, οι ημιαγωγοί και η τεχνητή νοημοσύνη», τονίζει ο οικονομολόγος της Natixis.

Το 2045, το σημείο καμπής
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πεκίνου, Τζάστιν Γιφού Λιν —γνωστός για τις ακριβείς προβλέψεις του— εκτιμά ότι το 2045 θα αποτελέσει το κομβικό έτος κατά το οποίο η Κίνα θα ξεπεράσει οριστικά τις Ηνωμένες Πολιτείες σε οικονομικό μέγεθος.

Ο Λιν υπενθυμίζει ότι το 2000 οι χώρες της G8 αντιπροσώπευαν σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου ΑΕΠ (47%), αλλά μέχρι το 2018 το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί στο 34,7%, καθώς οι αναδυόμενες οικονομίες —και ιδιαίτερα η Κίνα— αναπτύχθηκαν ραγδαία.

«Το πλεονέκτημα της καθυστέρησης»
Όπως εξηγεί ο Κινέζος οικονομολόγος, «το 80% της πτώσης του μεριδίου της G8 καλύφθηκε από την ανάπτυξη της Κίνας». Θεωρεί ότι η χώρα του συνεχίζει να έχει υψηλή δυναμική λόγω αυτού που αποκαλεί «πλεονέκτημα της καθυστέρησης», φαινόμενο που παρατηρήθηκε και στη μεταπολεμική Γερμανία, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα.

Ο Λιν προβλέπει ότι η Κίνα θα διατηρήσει ρυθμό ανάπτυξης άνω του 4% ετησίως έως το 2045, στηριζόμενη σε τρία καθοριστικά πλεονεκτήματα: το ανθρώπινο ταλέντο, το τεράστιο μέγεθος της εγχώριας αγοράς και την ισχυρή παραγωγική της βάση.

Η Κίνα παράγει κάθε χρόνο πάνω από έξι εκατομμύρια αποφοίτους στους τομείς της τεχνολογίας, διαθέτει τη μεγαλύτερη εσωτερική αγορά παγκοσμίως και εξακολουθεί να αποτελεί το κέντρο της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής.

Αν η Κίνα διατηρήσει μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 4,5%, ενώ οι ΗΠΑ κινούνται γύρω στο 1,6%, τότε έως το 2045 η κινεζική οικονομία θα είναι 2,5 φορές μεγαλύτερη από την αμερικανική. «Μέχρι τότε», καταλήγει ο Λιν, «θα έχει διαμορφωθεί μια νέα παγκόσμια οικονομική τάξη, όπου η ειρήνη και η σταθερότητα θα προκύπτουν μέσα από την εξισορρόπηση της οικονομικής ισχύος».

ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ .gr