Connect with us

Think Tank

Ο Συριακός λαβύρινθος

Avatar photo

Published

on

του Σταύρου Χατζηγιάννη*

Εάν οι εξελίξεις στη Συρία την περασμένη εβδομάδα φάνταζαν καταιγιστικές, τις τελευταίες μέρες μετατράπηκαν σε κοσμοϊστορικές. Σε ουσιαστικά μηδαμινό χρονικό διάστημα, το καθεστώς Άσσαντ, που από τις εποχές του πατέρα του, Χαφέζ Αλ-Άσσαντ, κυβερνούσε τη Συρία, πέρασε πλέον στην ιστορία. Η Συρία όπως την γνωρίζαμε για περισσότερο από μισό αιώνα (οι Άσσαντ κυβερνούσαν από το 1971) δεν υπάρχει πια. Λόγω της αστραπιαίας φύσης των γεγονότων, αλλά και λόγω των πολυάριθμων εμπλεκομένων δρώντων, είτε σε κρατικό επίπεδο αλλά και σε παρακρατικό, το άρθρο που ακολουθεί θα είναι μοιραία μια σειρά από συλλογιστικούς πειραματισμούς και προβληματισμούς.

Μετά από τις αρχικές και ανεμπόδιστες επιτυχίες των Τουρκοτζιχαντιστών στο Χαλέπι και τη Χαμά, όλες οι διακηρύξεις του Συριακού Αραβικού Στρατού για πιθανές αντεπιθέσεις ή για σθεναρή υπεράσπιση της Χομς αποδείχτηκαν κάλπικες. Με τον Άσσαντ να δηλώνει βροντερά, απών, ο ΣΑΣ εξαφανίστηκε, και έτσι οι γενειοφόροι μαχητές του HTS κατέκτησαν τα πάντα, μέχρι και τη πρωτεύουσα Δαμασκό αλλά και τις παραλιακές πόλεις Λατάκια και Ταρτούς, τα οποία μέχρι πρότινος θεωρούντο κάστρα υποστήριξης για τον Άσσαντ. Εν ολίγοις, οι δυνάμεις υποστηριζόμενες από την Τουρκία κατέλαβαν χωρίς αντίσταση σχεδόν όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της δυτικής και κεντρικής Συρίας. Με γεωπολιτικούς όρους, αυτό που άλλαξε, είναι ότι τα δύο τρίτα της Συρίας, αυτά δυτικά του ποταμού Ευφράτη, τα οποία μέχρι και πριν λίγες μέρες ήταν κάτω από Ρωσικό έλεγχο, είναι τώρα κάτω από Τουρκικό.

Σε πρώτη φάση, πρέπει να γίνει μια σοβαρή απόπειρα εξήγησης αυτού του απότομου γεωπολιτικού σεισμού. Τα δυτικά μέσα και αναλυτές προτιμούν, όπως πάντα, να αναφέρονται σε Ρωσική αποδυνάμωση λόγω Ουκρανικού πολέμου. Τα Ρωσικά από τη μεριά τους, ρίχνουν όλο το φταίξιμο στο ΣΑΣ και στον ίδιο τον Άσσαντ. Η εκτίμηση μας είναι πως και οι δύο αυτές “σχολές σκέψης” δεν περνούν τη βάσανο της λογικής. Οι ισχυρισμοί για Ρωσική αποδυνάμωση λόγω της Ουκρανικής σύρραξης, έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τους ευσεποθισμούς και τα επικοινωνιακά παιχνίδια της Δύσης, αφού όλες οι πληροφορίες σε σχέση με τη κατάσταση των Ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων, μας δείχνουν πως αυτές είναι πλέον πολύ πιο ισχυρές από ότι ήταν εν έτει 2022 και πόσο μάλλον το 2015, όταν μια σχετικά μικρή Ρωσική Αεροπορική δύναμη πλαισιωμένη από ειδικές δυνάμεις, κατάφερε να αντιστρέψει το ροή του Συριακού πολέμου και να οδηγήσει το Συριακό Αραβικό Στρατό από νίκη σε νίκη, και να περιορίσει τους Τζιχαντιστές της Τουρκίας σε ένα μικρό κομμάτι της επαρχίας Ιντλίμπ, και να φτάσει μέχρι και τις όχθες του ποταμού Ευφράτη όπου συναντήθηκε με τις υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ, Κουρδικές δυνάμεις. Το ότι οι Ρώσοι δέχθηκαν σοβαρές απώλειες στο Ουκρανικό μέτωπο δεν σημαίνει ότι σήμερα είναι αποδυναμωμένοι, αφού οι όποιες απώλειες (τις οποίες η δυτική προπαγάνδα διογκώνει σε ξεκαρδιστικό βαθμό) έχουν αναπληρωθεί και με το παραπάνω, είτε αυτές έχουν να κάνουν με ανθρώπινο δυναμικό είτε με υλικά μέσα. Η Ρωσική παρουσία στη Συρία δεν ήταν ποτέ παρά ένα ελάχιστο κλάσμα σε σχέση με τις τεράστιες δυνάμεις που είναι πλέον δεσμευμένες στο Ουκρανικό μέτωπο. Δεν χωράει ίχνος αμφιβολίας ότι εάν οι Ρώσοι επιθυμούσαν να διατηρήσουν σταθερές ή και αυξημένες δυνάμεις στη Συρία, δεν θα είχαν κανένα πρακτικό πρόβλημα να το πράξουν. Όσο αφορά τους Ρωσικούς ισχυρισμούς, που επιρρίπτουν όλες τις ευθύνες στον πρώην πρόεδρο Άσσαντ και στον ΣΑΣ, τότε και πάλι θα πρέπει να διαφωνήσουμε. Σίγουρα ο Συριακός Αραβικός Στρατός δεν ήταν και ο πλέον επαγγελματικός στο κόσμο, και οπωσδήποτε αντιμετώπιζε δυσκολίες σε θέματα διαφθοράς, χαμηλών απολαβών και ηθικού, αλλά αυτά τα προβλήματα ήταν ακόμα χειρότερα από το 2011 μέχρι και το 2015, δηλαδή κατά τη περίοδο στην οποία οι Σύριοι δεν απολάμβαναν τη πολυτέλεια της άμεσης Ρωσικής υποστήριξης, χωρίς όμως αυτά να οδηγήσουν σε κατάρρευση. Η πραγματικότητα μάλλον είναι ότι οι Ρώσοι, για δικούς τους λόγους, τις οποίους εμείς θα πρέπει να συνθέσουμε, αποφάσισαν να ξεπουλήσουν το σύμμαχο τους στη Δαμασκό.

Εδώ φυσικά γεννάται ένα εύλογο ερώτημα. Η Ρωσία, και πριν από αυτήν η ΕΣΣΔ, ήσαν σθεναροί υποστηριχτές της Μπααθικής Συρίας για πολλές δεκαετίες. Για ποιο λόγο οι Ρώσοι να προχωρήσουν σε μια τόσο οδυνηρή υποχώρηση, που πλήττει όχι μόνο το γόητρο της χώρας αλλά και τη στρατηγική της θέση στη Μέση Ανατολή? Γιατί να παραδώσει τα κλειδιά της Δαμασκού στη Τουρκία την οποία κέρδισε στο πεδίο της μάχης από το 2015 και μετά? Γιατί να ακυρώσει τα αποτελέσματα της τόσο τολμηρής επιχείρησης που επιτυχώς ανέλαβε σε μια τόσο αντίξοη για αυτήν περιοχή? Οι λόγοι, όποιοι και εάν είναι, πρέπει να είναι πολύ σοβαροί.

Σε πρώτη φάση, θα λέγαμε ότι υπάρχουν τέσσερα πιθανά σενάρια που να αιτιολογούν την ταπεινωτική αυτή υποχώρηση από τη Ρωσική πλευρά:

1) Το Κρεμλίνο συμφωνεί με τη Τουρκία, το δωρισμό της Συρίας προς την Άγκυρα με βασικό στόχο την εκδίωξη των Αμερικανών από τα ανατολικά της χώρας, όπου Αμερικανικές δυνάμεις πλαισιώνουν Κούρδους αυτονομιστές (τρομοκράτες κατά την Άγκυρα) του PKK/YPG. Με αυτή τη κίνηση, η Ρωσία απαλλάσσεται από τα μεγάλα ρίσκα που η παρουσία της στη Συρία επιφέρει, τα μετακυλά στους επίδοξους Τούρκους και διατηρεί την δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τη Τουρκία ενάντια στους Αμερικανούς, με παρόμοιο τρόπο με αυτό που το ΝΑΤΟ χρησιμοποιεί την Ουκρανία ενάντια στη Ρωσία.

 

2) Η Μόσχα σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ (πιθανόν με τη νέα ομάδα Τραμπ) στήνουν παγίδα στη Τουρκία η οποία στη προσπάθεια της για ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βρίσκει εαυτό αντιμέτωπο με ΗΠΑ-Ισραήλ-Κούρδους. Η Ρωσία ικανοποιείται με ουσιαστικές Αμερικανικές υποχωρήσεις σε Ουκρανία-Ευρώπη, μπορεί και κυρώσεις, και εγκαταλείπει την Τουρκία η οποία στηριζόταν σε συνέχιση του έμμεσου πολέμου μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας, κάτι που πλέον δεν θα υφίσταται.

3) Η Ρώσοι υποχωρούν από τη Συρία, και αφήνουν Τούρκους, Αμερικάνους και Ισραηλίτες να συγκρουστούν για ζώνες επιρροής. Κρατά τα χαρτιά της κλειστά και περιμένει να δει τι ανταλλάγματα  δύναται να αποσπάσει από τις εμπλεκόμενες πλευρές. Αυτός που θα προσφέρει τα καλύτερα, θα κερδίσει είτε την υποστήριξη, είτε την ουδετερότητα της Μόσχας σε σχέση με τον επερχόμενο ανταγωνισμό σε Συρία και πιθανότατα και Ιράκ.

4) Με την εκλογή Τραμπ, και τη διακήρυξη του για επιστροφή στη πολιτική “μέγιστης πίεσης στο Ιράν” η Ρώσοι στρατηγιστές, κρίνουν ότι ένας καθοριστικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ/Ισραήλ και Ιράν είναι αναπόφευκτος, και ότι επιπλέον θα είναι υπόχρεοι να στηρίξουν το Ιράν. Κάτω από συνθήκες ολοκληρωτικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ-Ιράν, οι Ρωσικές βάσεις και δυνάμεις στη Συρία, θα ήταν εύκολοι στόχοι για τους Αμερικανούς. Οι όποιες Ρωσικές δυνάμεις στη Συρία θα αποδειχτούν πολύ πιο χρήσιμες στο στρατηγικό βάθος που παρέχει η γεωγραφία της Ιρανικής επικράτειας. Μάλιστα το σενάριο νούμερο 4, συνδυάζεται και με το σενάριο νούμερο ένα, δηλαδή η Ρωσία σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει τη Τουρκία για να αποβάλει τους Αμερικανούς από τη Συρία, και το Ιράν για να τους αποβάλει από το Ιράκ και το Περσικό κόλπο.

Αυτά είναι τα πιθανά σενάρια για τα πιθανά κίνητρα των Ρώσων, που κατά την εκτίμηση μας, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν και να παρέχουν άσυλο στο παλιό και αξιόπιστο σύμμαχο τους Μπασάρ Αλ-Ασσάντ. Τώρα πρέπει να κοιτάξουμε τις ενέργειες και τα κίνητρα των υπόλοιπων εμπλεκομένων στο Συριακό λαβύρινθο. Σε πρώτη φάση, οι φαινομενικά μεγάλοι κερδισμένοι της υπόθεσης είναι οι Τούρκοι, οι οποίοι κατευθύνουν τις διάφορες Τζαχαντιστικές ομάδες στη Συρία εδώ και χρόνια. Είναι πλέον κάτοχοι του μεγαλύτερου τμήματος της γειτονικής μας χώρας, και πλέον ουσιαστικά συνορεύουν με το Ισραήλ. Επιπρόσθετα, σχεδόν όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα είναι κάτω από το δικό τους αποκλειστικό έλεγχο, κάτι που σημαίνει ότι έχουν πρόσβαση και θα είναι σε θέση να επιστρατεύσουν μεγάλο αριθμό μαχητών από τον ντόπιο πληθυσμό, που είναι ως επί το πλείστο Σουννίτες, για επίτευξη των μελλοντικών τους στόχων. Έχουμε ήδη δει και επίσημα Τουρκικά στρατεύματα να μπαίνουν στο Χαλέπι, οπόταν μια μακροπρόθεσμη Τουρκική παρουσία στη Συρία πρέπει να θεωρείται πλέον βέβαιη. Ακόμα, ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος δηλώνει πως η Τουρκία είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα στα διάθεση της, οικονομικά, διπλωματικά και στρατιωτικά για να καταστρέψει τους “τρομοκράτες” του PKK/YPG.

Από τη πλευρά τους οι Αμερικανοί, δηλώνουν ότι θα διατηρήσουν τη παρουσία τους στην Ανατολική Συρία και τη στήριξη τους για τους Κούρδους. Εδώ οι ΗΠΑ, εκτιμούμε ότι βρίσκονται μπροστά από ένα πολύ σοβαρό δίλημμα, να συνεχίσουν με τους σχεδιασμούς τους για ένα Κουρδικό κράτος στη περιοχή και να έρθουν σχεδόν σίγουρα σε πλήρη ρήξη με ένα θεμελιώδες ΝΑΤΟικό κράτος όπως η Τουρκία? Να εγκαταλείψουν ολόκληρη τη Συρία στη Τουρκία, κάτι που θα αυξήσει ακόμα περισσότερο την ήδη υπερβολική γεωπολιτική εξάρτηση από τη συγκεκριμένη χώρα? Ή τρίτον, να προχωρήσουν σε οδυνηρές υποχωρήσεις προς τη Ρωσία, εξαγοράζοντας έτσι την ουδετερότητα της, ούτως ώστε η Τουρκία να βρεθεί με μηδαμινές στρατηγικές επιλογές και έτσι να εξουδετερωθεί οριστικά σαν ενεργός δρων στη περιοχή? Εδώ θα προσθέταμε ότι το πλέον σοβαρό όπλο στην διάθεση των Αμερικανών για εξαναγκασμό της Τουρκίας, είναι μάλλον οι οικονομικές κυρώσεις, αφού σε αντίθεση με Ρωσία και Ιράν (ίσως οι δύο μόνο χώρες που είναι σε θέση να αντέξουν τις Αμερικανικές κυρώσεις) η Τουρκία είναι εξαιρετικά φτωχή σε φυσικό πλούτο και ταυτόχρονα είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτώμενη από το δυτικό εμπορικό δίκτυο και ειδικά από την ευρύτερη εμπορική ζώνη της ΕΕ. Αλλά ακόμα και σε αυτή τη περίπτωση, οι Αμερικανοί διακινδυνεύουν μια αποφασιστική στροφή της συμμάχου ΝΑΤΟικής Τουρκίας προς τις Ευρασιατικές δυνάμεις.

Τέλος, το Ισραήλ, κινήθηκε άμεσα με την πτώση του Συριακού κράτους, και αμέσως προχώρησε στην ολοκληρωτική προσάρτηση των υψωμάτων Γκολάν, και τη δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας αφού διαβλέπει ξεκάθαρα τον επικείμενο κίνδυνο από την Τουρκική επιρροή που πλέον φτάνει πάνω στα δικά του σύνορα. Επίσης, το Ισραήλ, διεξήγαγε μια μεγάλης κλίμακας αεροπορική επιχείρηση με στόχο τη καταστροφή των σοβαρών οπλικών συστημάτων του πρώην Συριακού Αραβικού Στρατού. Εάν αυτά έπεφταν στα χέρια των Τζιχαντιστών της Τουρκίας, τότε η σύσταση ενός καινούργιου, Σουννιτικού Συριακού Στρατού θα ήταν πολύ πιο εύκολη και σύντομη. Τώρα θα πρέπει να τα παρέχει η Τουρκία. Το δίλημμα για το Ισραήλ, είναι το πόσο μπορεί να επεκτείνει την ζώνη ασφαλείας, προτού συγκρουστεί με τους Αραβικούς πληθυσμούς της Συρίας, τους Τζιχαντιστές αλλά πάνω από όλα με την ίδια τη Τουρκία. Εδώ το Ισραήλ, και σε αντίθεση με αυτά που πολλοί φαντασιώνονται, θα ακολουθήσει τη γραμμή και τις οδηγίες των Αμερικανών, αφού δεν είναι καθόλου σε θέση να πάρει στρατηγικές αποφάσεις μονομερώς.

Καταληκτικά, οι εξελίξεις στη γειτονική μας χώρα είναι άνευ προηγουμένου και πολλά μπορούν να ανατραπούν μέσα στις επόμενες μέρες και εβδομάδες. Αλλά προς το παρόν, αυτές είναι οι καλύτερες εκτιμήσεις που είμαστε σε θέση να παρουσιάσουμε.

 

Ο Σταύρος Χατζηγιάννης είναι πολιτικός επιστήμονας*

Think Tank

Η συμφωνία που γεννά τον επόμενο πόλεμο

Avatar photo

Published

on

του Χάρη Θεραπή

Υπάρχουν συμφωνίες που υπογράφονται ως ιστορικές, μα καταλήγουν να γράφονται στην ιστορία ως προοίμια μιας νέας τραγωδίας. Η τελευταία συμφωνία για την Παλαιστίνη μοιάζει ακριβώς με αυτό: μια πολυαναμενόμενη ανάσα ανακούφισης που μετατρέπεται, ήδη από την πρώτη της μέρα, σε προμήνυμα της επόμενης καταιγίδας.

Η ανθρωπιστική διάσταση δεν αμφισβητείται· κάθε τέλος αίματος, κάθε απελευθέρωση αιχμαλώτων, κάθε σταμάτημα των βομβαρδισμών είναι μια μικρή νίκη της ζωής απέναντι στη φρίκη. Όμως πέρα από το ανθρώπινο, αρχίζει το πολιτικό — κι εκεί ξεκινά η καταστροφή. Γιατί η ειρήνη αυτή δεν γεννήθηκε από τη δικαιοσύνη, αλλά από την εξάντληση· δεν στηρίζεται σε μια κοινή επιθυμία συνύπαρξης, αλλά σε έναν προσωρινό συμβιβασμό επιτήρησης και επιβίωσης.

Η Γάζα, πληγωμένη και κατεστραμμένη, μοιάζει περισσότερο με σκιά παρά με τόπο. Οι δρόμοι της είναι ερείπια, οι υποδομές της κατεστραμμένες, ο λαός της εξαντλημένος και εξαρτημένος από τη φιλανθρωπία του έξω κόσμου. Μια συμφωνία υπόσχεται την ανοικοδόμηση, μα χωρίς πολιτική αλλαγή — κι αυτό ισοδυναμεί με το να ζητάς από έναν άνθρωπο να ξανασταθεί όρθιος χωρίς να του επιστρέφεις τα πόδια του.

Το Ισραήλ οχυρώνεται μέσα στη Λωρίδα, διατηρεί ζώνες ασφαλείας και ελέγχει κάθε πέρασμα. Οι Παλαιστίνιοι ζουν σε μια «ανοιχτή φυλακή», υπό την αδιάκοπη παρουσία drones και ηλεκτρονικής παρακολούθησης, που υπενθυμίζουν κάθε μέρα το καθεστώς της εξάρτησης. Ο πόλεμος μπορεί να σταμάτησε, αλλά η επιτήρηση δεν σταματά ποτέ. Και η επιτήρηση, με τον καιρό, γεννά την εξέγερση.

Όμως το πιο βαθύ τραύμα δεν είναι το υλικό — είναι το πολιτικό. Η Παλαιστίνη μένει χωρίς ενωτική φωνή, χωρίς ηγεσία που να εμπνέει εμπιστοσύνη και ελπίδα. Οι δυο πλευρές του μελλοντικού της κράτους, η Γάζα και η Δυτική Όχθη, μένουν διαχωρισμένες όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και ψυχολογικά. Οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να ενώσουν, φυλακίζονται ή απαξιώνονται. Και χωρίς ηγεσία, δεν υπάρχει υπόσχεση κράτους· υπάρχει μόνο διοίκηση υπό επιτήρηση.

Η ειρήνη που παρουσιάζεται ως «ιστορική» δεν λύνει τίποτα. Ανακυκλώνει τα ίδια λάθη, απλώς πάνω σε ένα πιο κατεστραμμένο τοπίο. Αντί να οικοδομεί μέλλον, διατηρεί το παρελθόν με νέα μέσα. Αντί για συμφιλίωση, προσφέρει σιωπή. Και η σιωπή, σε τόπους σαν την Παλαιστίνη, είναι απλώς η ανάπαυλα πριν από τον επόμενο πόλεμο.

Αυτό που ονομάζεται σήμερα «συμφωνία ειρήνης» είναι στην πραγματικότητα μια διαχείριση της δυστυχίας: μια αποστρατιωτικοποιημένη κατοχή με ανθρωπιστικό προσωπείο. Μια απόφαση που υπόσχεται «τέλος» αλλά δεν προσφέρει καμία αρχή. Κι έτσι, το μόνο βέβαιο είναι ότι ο επόμενος κύκλος θα ξεκινήσει πάνω στα ίδια θεμέλια από στάχτη.

Ο πόλεμος που φαίνεται να τελειώνει περιέχει ήδη τους σπόρους του επόμενου. Όπως έγραψε κάποτε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, «ο πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ». Στην Παλαιστίνη, αυτό δεν είναι ποίηση. Είναι η πραγματικότητα που επαναλαμβάνεται.

Continue Reading

Think Tank

Η Ελλάδα, η Τουρκία και το χαμένο ρεύμα της ισχύος

Avatar photo

Published

on

Πώς η ελληνική υποχωρητικότητα οδηγεί σε στασιμότητα το έργο Ισραήλ–Κύπρου–Ελλάδας και αφήνει την Κυπριακή Δημοκρατία εκτεθειμένη

Του Χάρη Θεραπή*

Η ηλεκτρική διασύνδεση Ισραήλ–Κύπρου–Ελλάδας (Great Sea Interconnector) υποτίθεται πως θα αποτελούσε έργο-ορόσημο: η πρώτη ενεργειακή «γέφυρα» που θα συνέδεε την Ανατολική Μεσόγειο με το ευρωπαϊκό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, απελευθερώνοντας την Κύπρο από τη μακροχρόνια ενεργειακή της απομόνωση.
Όμως, πίσω από τις τεχνικές καθυστερήσεις και τις οικονομικές εκκρεμότητες, κρύβεται ένας πολύ πιο ουσιαστικός παράγοντας: η γεωπολιτική αδράνεια της Ελλάδας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Μια αδράνεια που δεν απειλεί απλώς το έργο, αλλά και τη στρατηγική θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ευρύτερη περιοχή.

Η ελληνική υποχωρητικότητα ως καθοριστικός παράγοντας στασιμότητας

Αν υπάρχει ένας λόγος που το έργο «βουλιάζει» στη γραφειοκρατία και την αναποφασιστικότητα, αυτός είναι η συστηματική υποχωρητικότητα της Ελλάδας απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις και η απροθυμία της να προβάλει τη στρατιωτική της ισχύ ως παράγοντα αποτροπής στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Αθήνα, επιλέγοντας τη «στρατηγική της ήπιας διαχείρισης», έχει εκχωρήσει στην Τουρκία το πλεονέκτημα του φόβου. Η Άγκυρα γνωρίζει πως κάθε απειλή αποστολής ερευνητικού σκάφους, κάθε παράνομη NAVTEX ή υπερπτήση σε περιοχή που τέμνει τη διαδρομή του καλωδίου, παγώνει πολιτικά την ελληνική πλευρά.

Αντί για αποφασιστική αντίδραση, η Ελλάδα προτιμά δηλώσεις «ψυχραιμίας» και αναμονής, στέλνοντας το μήνυμα πως δεν προτίθεται να αναμετρηθεί επί του πεδίου για την υλοποίηση ενός έργου που θα ενοχλήσει την Τουρκία. Έτσι, η αποτροπή εγκαταλείπεται στο όνομα της «κατευναστικής διπλωματίας των ήρεμων νερών».

Η ενεργειακή διπλωματία χωρίς ασφάλεια είναι κενό γράμμα

Κανένα μεγάλο ενεργειακό έργο δεν προχωρά χωρίς στρατηγική κάλυψη και εγγυήσεις ασφάλειας. Στην περίπτωση της ηλεκτρικής διασύνδεσης, η Κύπρος — χωρίς δική της αμυντική ομπρέλα και εκτός ΝΑΤΟ — εξαρτάται από την ελληνική στρατηγική βούληση.

Η Τουρκία, αντιθέτως, προβάλλει διαρκώς τη στρατιωτική της παρουσία ως εργαλείο γεωπολιτικής διπλωματίας. Ελέγχει θαλάσσιες ζώνες, απειλεί εταιρείες, επιβάλλει de facto συνθήκες «γκρίζας κυριαρχίας». Δεν χρειάζεται να μπλοκάρει το έργο με πυρά — αρκεί να δείχνει πως θα μπορούσε. Δεν είναι αυτό που δήλωσε μόλις πρόσφατα και ο ΥΠΕΞ της Τουρκίας Χακάν Φιντάν;

Απέναντι σε αυτή την πολιτική ισχύος, η Ελλάδα αντιπαραθέτει ρητορική αυτοσυγκράτησης. Μια στάση που μπορεί να ακούγεται ώριμη στις Βρυξέλλες, αλλά στην Ανατολική Μεσόγειο εκλαμβάνεται ως αδυναμία. Το αποτέλεσμα: απώλεια εμπιστοσύνης από επενδυτές, θεσμούς και — κυρίως — από το ίδιο το Ισραήλ, το οποίο αμφιβάλλει πλέον για τη βούληση της Αθήνας να υπερασπιστεί στην πράξη ένα στρατηγικό έργο σε περίπτωση κρίσης.

Το στρατηγικό κενό της Αθήνας και τα αδιέξοδα της Λευκωσίας

Η ελληνική υποχωρητικότητα δημιουργεί στρατηγικό κενό ισχύος σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία το εκμεταλλεύεται, καθορίζοντας de facto το πλαίσιο των θαλασσίων ζωνών.

Για την Κυπριακή Δημοκρατία, οι συνέπειες είναι άμεσες και βαριές:

  • Χάνει την πολιτικο-στρατιωτική κάλυψη που θα μπορούσε να προσφέρει η Αθήνα, μένοντας ουσιαστικά μόνη απέναντι στην τουρκική πίεση.

  • Εγκλωβίζεται ενεργειακά, καθώς δεν μπορεί να προχωρήσει μόνη της ούτε να επιταχύνει το έργο χωρίς την ενεργό ελληνική συμμετοχή.

  • Αποδυναμώνεται διπλωματικά, αφού η Ε.Ε. δεν επενδύει πολιτικό κεφάλαιο σε ένα σχέδιο χωρίς σαφείς εγγυήσεις ισχύος και ασφάλειας.

Η Λευκωσία βρίσκεται έτσι σε ένα γεωπολιτικό αδιέξοδο: εξαρτάται από την Ελλάδα για την προστασία του έργου, αλλά η Αθήνα δεν δείχνει διατεθειμένη να αναλάβει το ρίσκο της σύγκρουσης. Το αποτέλεσμα είναι παράταση της στασιμότητας και σταδιακή αποδόμηση της αξιοπιστίας της ίδιας της τριμερούς συνεργασίας.

Από τη διπλωματική ορθοφροσύνη στον γεωπολιτικό ρεαλισμό

Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει εγκλωβιστεί σε ένα μοντέλο διπλωματικής αυτολογοκρισίας. Επιδιώκει να αποφεύγει κάθε ένταση, επενδύοντας στην εικόνα του «λογικού εταίρου» της Δύσης. Όμως, στην Ανατολική Μεσόγειο, η ισχύς είναι το μόνο νόμισμα με αξία.

Η Άγκυρα το γνωρίζει, και γι’ αυτό κινείται επιθετικά, μετατρέποντας τη στρατιωτική της παρουσία σε πολιτικό εργαλείο. Αντίθετα, η Ελλάδα παραμένει θεατής στο ίδιο της το πεδίο, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο του «αδύναμου κρίκου» της τριμερούς.

Η Κύπρος πληρώνει ήδη το τίμημα αυτής της αδράνειας: παραμένει ενεργειακά απομονωμένη, στρατηγικά εκτεθειμένη και πολιτικά εξαρτημένη. Αν η Αθήνα δεν επιλέξει να ασκήσει ισχύ, η Κυπριακή Δημοκρατία θα συνεχίσει να ζει κάτω από τη σκιά μιας Τουρκίας που δεν χρειάζεται καν να δράσει — της αρκεί να απειλεί.

Το τίμημα της αδράνειας

Η αποτυχία υλοποίησης της ηλεκτρικής διασύνδεσης δεν θα είναι τεχνικό ή οικονομικό ναυάγιο, αλλά στρατηγική ήττα. Μια ήττα που θα επιβεβαιώσει πως, πενήντα χρόνια μετά την εισβολή του 1974, η Κύπρος εξακολουθεί να εξαρτάται από τις αποφάσεις άλλων για την ίδια της την ασφάλεια και την ενεργειακή της ανεξαρτησία.

Αν η Ελλάδα δεν αναλάβει ενεργά τον ρόλο της ως δύναμη αποτροπής, η Ανατολική Μεσόγειος θα παραμείνει πεδίο τουρκικής κυριαρχίας και η Κύπρος όμηρος της ελληνικής αδράνειας. Και τότε, το χαμένο ρεύμα δεν θα είναι μόνο ηλεκτρικό — θα είναι το ρεύμα της ισχύος, που χάθηκε μέσα στον φόβο, την αναποφασιστικότητα και τη γεωπολιτική βολή.

*Ο Χάρης Θεραπής είναι ο Διευθυντής του Vouli.tv

Continue Reading

Think Tank

Η Μεγάλη Παρτίδα του Ερντογάν: Γεωπολιτική Αντεπίθεση σε Κύπρο, Ελλάδα και Ισραήλ

Avatar photo

Published

on

του Χάρη Θεραπή*

Η πρόσφατη ομιλία του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποτέλεσε ένα καλοσχεδιασμένο μήνυμα προς τη διεθνή κοινότητα, όπου αναδείχθηκαν καίρια ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου. Η τοποθέτησή του για την Κύπρο, τις ελληνοτουρκικές διαφορές, το Ισραήλ και τον ενεργειακό πλούτο της περιοχής αποτυπώνει μια συνεκτική στρατηγική με σαφείς γεωπολιτικές στοχεύσεις.

Κύπρος: Απόρριψη της Διζωνικής Λύσης και Διεθνής Νομιμοποίηση του Βορρά

Ο Ερντογάν επανέλαβε ότι η μόνη ρεαλιστική προοπτική για το Κυπριακό είναι η ύπαρξη «δύο κρατών και δύο λαών». Ζήτησε από τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να τερματίσουν την «άδικη απομόνωση» των Τουρκοκυπρίων και να προχωρήσουν σε αναγνώριση της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου». Η επιλογή αυτή εδραιώνει τη ντε φάκτο διχοτόμηση και ασκεί πίεση τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στα Ηνωμένα Έθνη, τα οποία εξακολουθούν να στηρίζουν την ομοσπονδιακή λύση. Παράλληλα, ενισχύει το διαπραγματευτικό οπλοστάσιο της Άγκυρας, καθώς η αναβάθμιση του ψευδοκράτους προσφέρει νομικά επιχειρήματα για διεκδίκηση θαλάσσιων ζωνών και ενεργειακών πόρων.

Ελλάδα και Ανατολική Μεσόγειος: Ενεργειακός Κόμβος και Θαλάσσιες Διεκδικήσεις

Στο ίδιο πλαίσιο, ο Τούρκος πρόεδρος τόνισε ότι κανένα έργο υδρογονανθράκων ή ηλεκτρικής διασύνδεσης στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς τη συμμετοχή της Τουρκίας και του τουρκοκυπριακού καθεστώτος. Επανέφερε την ιδέα μιας περιφερειακής διάσκεψης και μίλησε για «σεβασμό των νόμιμων δικαιωμάτων όλων των πλευρών». Η ρητορική αυτή αμφισβητεί ευθέως το Δίκαιο της Θάλασσας όπως το ερμηνεύουν Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία και στοχεύει να αποτρέψει ενεργειακές συνεργασίες – όπως η ηλεκτρική διασύνδεση Ισραήλ–Κύπρου–Ελλάδας – που παρακάμπτουν την Τουρκία. Με τον τρόπο αυτό, η Άγκυρα αυτοτοποθετείται ως αναγκαίος «ρυθμιστής» σε κάθε μελλοντική ενεργειακή αρχιτεκτονική της περιοχής.

Ισραήλ: Σκληρή Καταγγελία και Περιφερειακή Προβολή

Σχετικά με τη σύγκρουση στη Γάζα, ο Ερντογάν χρησιμοποίησε εξαιρετικά έντονη γλώσσα, χαρακτηρίζοντας τις ισραηλινές επιχειρήσεις «γενοκτονία» και κατηγορώντας το Ισραήλ ότι υπονομεύει τη σταθερότητα ολόκληρης της Μέσης Ανατολής. Παρά την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων Άγκυρας–Τελ Αβίβ, ο Τούρκος πρόεδρος επιλέγει ρητορική που ενισχύει την εικόνα του υπερασπιστή των Παλαιστινίων και του ηγέτη με ισχυρό λόγο στον μουσουλμανικό κόσμο, διατηρώντας όμως ανοικτούς τους διαύλους για μελλοντική συνεργασία.

Στρατηγική Σύνθεση και Προοπτικές

Η ομιλία συνδέει όλα τα μέτωπα σε ένα ενιαίο αφήγημα: ενεργειακή κυριαρχία, περιφερειακή δικαιοσύνη και τουρκική αναγκαιότητα. Με ένα μήνυμα που απευθύνεται ταυτόχρονα σε ΗΠΑ, ΕΕ και Ρωσία, ο Ερντογάν δηλώνει ότι χωρίς την Τουρκία δεν μπορεί να υπάρξει σταθερή ενεργειακή και γεωπολιτική ισορροπία στην Ανατολική Μεσόγειο.

Για την εσωτερική πολιτική σκηνή, η εθνικιστική ρητορική για την Κύπρο και η σθεναρή υποστήριξη της Παλαιστίνης ενισχύουν τη λαϊκή συσπείρωση, ιδιαίτερα σε περίοδο οικονομικών προκλήσεων. Ωστόσο, η στρατηγική αυτή εμπεριέχει κινδύνους: κλιμάκωση εντάσεων με την ΕΕ, πιθανές κυρώσεις, καθώς και περαιτέρω σύσφιξη της συνεργασίας Ελλάδας–Ισραήλ–Αιγύπτου, που μπορεί να περιθωριοποιήσει την Τουρκία.

Συμπέρασμα

Η παρέμβαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον ΟΗΕ δεν αποσκοπεί σε άμεσο συμβιβασμό αλλά σε διαμόρφωση όρων.

  • Βραχυπρόθεσμα, αναμένονται κινήσεις αποτροπής σε ενεργειακά έργα που αποκλείουν την Τουρκία.

  • Μεσοπρόθεσμα, θα ενταθούν οι προσπάθειες διεθνούς αναγνώρισης της ΤΔΒΚ και θα ασκηθεί πίεση για συμφωνίες που περνούν μέσα από την Άγκυρα.

  • Μακροπρόθεσμα, η Τουρκία επιδιώκει να καθιερωθεί ως αναπόφευκτος ενεργειακός και γεωπολιτικός κόμβος της Ανατολικής Μεσογείου, μετατρέποντας τη σημερινή σκληρή ρητορική σε διαπραγματευτικό πλεονέκτημα.

Η ομιλία του Τούρκου προέδρου αποκαλύπτει, έτσι, μια πολυδιάστατη στρατηγική: προβολή ισχύος, ανάδειξη ηγετικού ρόλου στον μουσουλμανικό κόσμο και διεκδίκηση κεντρικής θέσης σε κάθε ενεργειακή και γεωπολιτική εξίσωση της περιοχής.

* Ο Χάρης Θεραπής είναι διευθυντής του Vouli TV

Continue Reading
Advertisement

Viral

(c) 2017-25 | Vouli.TV. All Rights Reserved. Developed by UnitrustMedia