Γράφει ο Γιώργος Βενέτης

Σε αντίθεση με τη στρατηγική του Τζο Μπάιντεν, ο οποίος στοχοποίησε απευθείας τη Ρωσία μέσω κυρώσεων, ο Ντόναλντ Τραμπ επέλεξε να πιέσει τους εμπορικούς εταίρους της Μόσχας, απειλώντας με την επιβολή προστατευτικών δασμών σε όσες χώρες συνεχίσουν να αγοράζουν ρωσικούς ενεργειακούς πόρους. Οι κύριοι εισαγωγείς ρωσικού πετρελαίου και παραγώγων του, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία, θα είναι οι πρώτοι που θα επηρεαστούν, ενώ ακολουθούν η Βραζιλία και άλλες χώρες. Οι δύο βασικοί αγοραστές του ρωσικού πετρελαίου είναι η Κίνα και η Ινδία, που απορροφούν έως και το 90% των ρωσικών εξαγωγών, με την Κίνα να κατέχει την πρωτοκαθεδρία στις εισαγωγές τόσο μέσω αγωγών όσο και δια θαλάσσης.

Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Τραμπ, εάν εντός 50 ημερών δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας για το ουκρανικό ζήτημα, θα προχωρήσει στην επιβολή δασμών 100% στα ρωσικά προϊόντα, καθώς και σε εισαγωγές από χώρες που εξακολουθούν να συνεργάζονται εμπορικά με τη Μόσχα. Ωστόσο, οι σοβαρές πιθανές επιπτώσεις στην αμερικανική οικονομία, στις σχέσεις της Ουάσινγκτον με τους συμμάχους της και στην ισορροπία με την Κίνα καθιστούν αυτό το μέτρο εξαιρετικά επισφαλές. Το 2024, οι εισαγωγές ρωσικών προϊόντων στις ΗΠΑ ανήλθαν σε 3 δισ. δολάρια, κυρίως λιπάσματα, χάλυβας και ουράνιο – πρώτες ύλες απαραίτητες για στρατηγικούς τομείς της αμερικανικής οικονομίας, όπως η πυρηνική ενέργεια. Αντίθετα, οι αμερικανικές εξαγωγές προς τη Ρωσία ανήλθαν μόλις σε 500 εκατ. δολάρια, ποσό που χαρακτηρίζεται ως αμελητέο.

Πιθανές επιπτώσεις

Βασικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιαπωνία, εξακολουθούν να διατηρούν σημαντικούς εμπορικούς δεσμούς με τη Μόσχα. Η επιβολή δασμών σε κράτη που συνεργάζονται με τη Ρωσία θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρούς τριγμούς στις διακρατικές σχέσεις της Ουάσινγκτον. Η πιθανότερη έκβαση είναι ότι οι απειλές δασμών δεν θα έχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η Κίνα, για παράδειγμα, δεν πρόκειται να διακόψει την προμήθεια ρωσικού πετρελαίου μόνο και μόνο λόγω των προειδοποιήσεων Τραμπ.

Η Κίνα και η Ινδία έχουν αναπτύξει επικερδή δραστηριότητα μέσω της διύλισης ρωσικού πετρελαίου, το οποίο προμηθεύονται σε χαμηλότερες τιμές εξαιτίας των κυρώσεων. Το ρωσικό πετρέλαιο Ουραλίων πωλείται κάτω από τα 60 δολάρια ανά βαρέλι — δηλαδή κάτω από το πλαφόν που έχουν θεσπίσει οι χώρες της G7. Πρόκειται για μια άκρως προσοδοφόρα δραστηριότητα, την οποία δύσκολα θα εγκαταλείψουν. Συγκεκριμένα, η Ρωσία εξάγει περίπου δύο εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως στην Κίνα και 1,8 εκατομμύρια στην Ινδία. Η Τουρκία καταλαμβάνει την τρίτη θέση το 2025, με ημερήσιες εισαγωγές περίπου 400.000 βαρελιών. Από το 2022, η Άγκυρα έχει επικεντρωθεί στη μεταπώληση ρωσικών πετρελαϊκών προϊόντων σε ευρωπαϊκές χώρες που απαγορεύουν τις άμεσες αγορές από τη Ρωσία. Οι εξαγωγές της Τουρκίας σε πετρελαϊκά προϊόντα διπλασιάστηκαν: από 11 εκατομμύρια τόνους το 2021 σε 22,2 εκατομμύρια το 2024. Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές εισαγωγές καυσίμων από την Τουρκία αυξήθηκαν από 5,2 σε 11,4 εκατομμύρια τόνους. Επίσης, χώρες όπως η Βραζιλία, κράτη της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής αγοράζουν ρωσικά καύσιμα είτε για δική τους χρήση είτε για μεταπώληση. Η εμπορική στρατηγική της Τουρκίας αποδεικνύει ποιος κινείται πιο αποτελεσματικά στη διεθνή σκακιέρα, ενώ η σύγκριση με τις πολιτικές της Ελλάδας δημιουργεί εθνική απογοήτευση.

Το πιθανότερο είναι ότι οι εμπορικοί εταίροι της Ρωσίας δεν θα ενδώσουν στις πιέσεις, οδηγώντας τον Τραμπ σε αναδίπλωση την ύστατη στιγμή. Οι δηλώσεις του φαίνεται να έχουν περισσότερο επικοινωνιακό χαρακτήρα – ένα μέσο για να αποδείξει “δράση” κατά της Μόσχας, να σιγήσει τους επικριτές του και να κατευνάσει τους νεοσυντηρητικούς, χωρίς να θέτει πραγματικά σε κίνδυνο τις σχέσεις του με τον Πούτιν. Όταν ερωτήθηκε τι θα κάνει εάν περάσουν οι 50 ημέρες χωρίς ανταπόκριση από τη Ρωσία, απέφυγε να απαντήσει λέγοντας χαρακτηριστικά: «Μην μου κάνετε αυτή την ερώτηση». Ουσιαστικά, προσπαθεί να εμφανιστεί σκληρός απέναντι στη Ρωσία, διατηρώντας ταυτόχρονα ανοικτό το κανάλι επικοινωνίας.

Υποθετικά σενάρια

Αν οι χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και άλλοι εμπορικοί εταίροι της Ρωσίας συνεχίσουν να εισάγουν ρωσικούς ενεργειακούς πόρους, τότε ο Τραμπ θα αναγκαστεί να επιβάλει υψηλούς δασμούς στα προϊόντα τους. Αυτό πιθανότατα θα προκαλέσει αντίποινα, με επιβολή δασμών στα αμερικανικά προϊόντα από τις ίδιες χώρες. Έτσι θα ξεσπάσει ένας εμπορικός πόλεμος με σοβαρές συνέπειες, πρωτίστως για την αμερικανική οικονομία. Η απώλεια πρόσβασης σε κινεζικά και ινδικά προϊόντα θα οδηγήσει σε ελλείψεις και άνοδο του πληθωρισμού. Η FED ενδέχεται να αυξήσει τα επιτόκια για να ελέγξει την κατάσταση, οδηγώντας σε ακριβότερο χρήμα και περιορισμό των επενδύσεων, προκαλώντας ύφεση αντί για την αναπτυξιακή ώθηση που υπόσχεται ο Τραμπ.

Αναμφίβολα, και άλλες χώρες –συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας– θα υποστούν συνέπειες. Όμως είναι αμφίβολο αν ο Τραμπ είναι διατεθειμένος να πληρώσει τόσο υψηλό τίμημα για να προωθήσει την επίλυση της κρίσης στην Ουκρανία. Αυτός είναι και ο λόγος που οι αγορές πετρελαίου παρέμειναν αδιάφορες απέναντι στο τελεσίγραφο του, θεωρώντας απίθανο το ενδεχόμενο πρόκλησης παγκόσμιας κρίσης για χάρη μιας πολιτικής μπλόφας.

Το κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών ήδη αντιτίθεται ανοιχτά σε μονομερείς κυρώσεις και σε πολιτικές πίεσης, προτάσσοντας τον διάλογο ως μόνη ρεαλιστική λύση για το ουκρανικό. Επιπλέον, η Κίνα διαθέτει ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο: τις σπάνιες γαίες, που ήδη χρησιμοποιεί στρατηγικά στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ.

Σε ένα δεύτερο, επίσης καταστροφικό σενάριο, αν οι χώρες που αγοράζουν ρωσικούς ενεργειακούς πόρους ευθυγραμμιστούν με το τελεσίγραφο Τραμπ και σταματήσουν τις αγορές, θα αφαιρεθούν από την αγορά περίπου 5 έως 7 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα — ένας τεράστιος όγκος που δεν μπορεί να αντικατασταθεί άμεσα. Ο ΟΠΕΚ+ ίσως αυξήσει την παραγωγή σταδιακά, αλλά η εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου σε τριψήφια νούμερα για έστω και λίγους μήνες αρκεί για να πυροδοτήσει μια παγκόσμια ενεργειακή κρίση.

Πόσο σοβαρές είναι οι απειλές;

Ο Τραμπ έχει ιστορικό στο να εξαγγέλλει αυστηρές προθεσμίες και τελεσίγραφα που τελικά δεν εφαρμόζει, γεγονός που ενισχύει τις αμφιβολίες για τη σοβαρότητα των τελευταίων του απειλών. Επιπλέον, δεν υπάρχει εγγύηση ότι νέες κυρώσεις θα πλήξουν αποφασιστικά τα ρωσικά έσοδα. Η Μόσχα έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ικανή στην παράκαμψη των κυρώσεων, χρησιμοποιώντας «μαύρη αγορά» και σκιώδεις μηχανισμούς μεταφοράς. Επομένως, οι απειλές Τραμπ είναι ίσως λιγότερο ριζοσπαστικές απ’ όσο φαντάζουν.

Το πλέον κρίσιμο είναι πως η Ρωσία και η οικονομία της έχουν αποδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα απέναντι στις μέχρι τώρα οικονομικές πιέσεις. Χαρακτηριστικά, μετά τις δηλώσεις του Τραμπ, ο ρωσικός χρηματιστηριακός δείκτης ενισχύθηκε κατά σχεδόν 3%, δείγμα της αδιαφορίας των Ρώσων επενδυτών. Συνεπώς, ο Πούτιν δεν φαίνεται να τρομοκρατείται από τέτοιου είδους «οικονομικό εκφοβισμό».

Εξάλλου, το μεγαλύτερο βάρος του πολέμου στην Ουκρανία επωμίζεται η Ευρώπη – ο «παγκόσμιος ασθενής». Η κόπωση είναι εμφανής και η κοινή γνώμη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες απομακρύνεται από τη μακρόχρονη στήριξη του Κιέβου. Η κοινωνική πίεση αυξάνεται, με φόβους για αποσταθεροποίηση και μείωση του βιοτικού επιπέδου, ενόψει και της προμήθειας αμερικανικών όπλων βάσει της συμφωνίας Τραμπ–Ρούτε. Ακόμα και η φιλοουκρανή επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Κάγια Κάλλας, δήλωσε αιχμηρά: «Αν υποσχεθείς ένα όπλο, αλλά λες ότι θα το πληρώσει κάποιος άλλος, τότε στην ουσία δεν το παρέχεις». Το πιθανότερο είναι ότι το τελεσίγραφο αποτελεί απλώς μια ακόμα μπλόφα. Η παλαιά παγκόσμια τάξη καταρρέει και οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να επιβάλλουν τη βούλησή τους παρά μόνο στην πειθήνια Ευρώπη. Οι απειλές δεν πτοούν κανέναν άλλο. Το τελεσίγραφο Τραμπ, στην ουσία, είναι ένας πολιτικός πυροβολισμός στον αέρα.

ΠΗΓΗ: MILITAIRE.gr