Think Tank
Γιατί είναι αδύνατος κάποιος συμβιβασμός στην Ουκρανία
του Σταύρου Χατζηγιάννη*
Τις τελευταίες βδομάδες, παρατηρείται μια εντεινόμενη συζήτηση για την προοπτική ειρήνης στην Ουκρανία. Ο λόγος που αυτή η συζήτηση έχει ενταθεί τον τελευταίο μήνα, είναι η εκλογή του Donald Trump στην Αμερικανική προεδρία. Ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ, έχει δηλώσει επανειλημμένα την πρόθεση του για εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης στο πόλεμο μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Παρά τις προθέσεις του νέου Αμερικανού προέδρου, η εκτίμηση μας είναι πως δεν υπάρχει χρυσή τομή για εξεύρεση ειρήνης στην Ουκρανία, και ότι ο πόλεμος έχει ακόμα χρόνια να διανύσει, με πολύ υψηλές πιθανότητες για περαιτέρω κλιμάκωση και διεύρυνση του. Στόχος του σύντομου αυτού άρθρου, είναι η παράθεση και ανάλυση των αντικειμενικών παραγόντων που καθιστούν την συνέχιση και κλιμάκωση του πολέμου σχεδόν αναπόφευκτη.
Ο πρωτογενής λόγος πίσω από την αδυσώπητη φύση αυτής της σύρραξης, είναι η ίδια η γεωγραφία της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Η Μεγάλη Ευρωπαϊκή Πεδιάδα ξεκινά από τις Ατλαντικές ακτές της Γαλλίας, και φτάνει μέχρι τα Ουράλια Όρη. Οι πεδιάδες είναι εξαιρετικά χρήσιμες για δύο βασικές ανθρώπινες δραστηριότητες, για αγροκαλλιέργεια και για προελάσεις στρατευμάτων. Η απουσία ουσιαστικών γεωγραφικών διαχωριστικών χαρακτηριστικών, όπως για παράδειγμα οροσειρές, οροπέδια ή θαλασσών, καθιστά όλα τα κράτη που βρίσκουν εαυτούς στην ευρύτερη αυτή γεωγραφική έκταση ανασφαλή ως προς τα γειτονικά τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε που τόσοι μεγάλοι πόλεμοι (Μεγάλος Πόλεμος του Βορρά, 7ετής Πόλεμος, Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, Πρώτος Παγκόσμιος, Δεύτερος Παγκόσμιος κτλ.) έλαβαν χώρα ως επί το πλείστων σε αυτή τη Μεγάλη Ευρωπαϊκή Πεδιάδα. Έτσι και σήμερα, παρατηρούμε για ακόμα μια φορά ένα μεγάλης κλίμακας πόλεμο στο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Ειδικά εκ μέρους της Ρωσίας, που βρίσκεται αντιμέτωπη με μια Πανευρωπαϊκή και Διατλαντική Συμμαχία εναντίον της, μια ΝΑΤΟική Ουκρανία αποτελεί στυγνό υπαρξιακό κίνδυνο. Από την άλλη, εκ μέρους της Ευρώπης, και λόγω του μεγάλου γεωγραφικού μεγέθους της Ουκρανίας (ειδικά σε γεωγραφικό μήκος) μια απορρόφηση της Ουκρανίας από την Ρωσία, θα σημάνει την αντιστροφή των στρατηγικών όρων στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, με την πρωτοβουλία να περνά πλέον από το ΝΑΤΟ στη Ρωσία. Εδώ το μόνο που χρειάζεται να αναφέρω, είναι πως η Ουκρανία εκτείνεται από ανατολικά προς δυτικά για πάνω από 1300 χιλιόμετρα, περισσότερα δηλαδή από Πολωνία και Γερμανία μαζί.
Σε δεύτερη φάση, μια πιθανή επικράτηση της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα σημαίνει αυτόματα τη δημιουργία μιας νέας Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η απώλεια της Ουκρανίας τις τελευταίες τρεις και κάτι δεκαετίες, έχει αφήσει τη Ρωσία συρρικνωμένη, περιορισμένη σχεδόν στην Ασιατική ήπειρο, φτωχότερη, και πάνω από όλα, ευάλωτη στις δυτικές πιέσεις. Με την Ουκρανία ξανά στο παραδοσιακό της ρόλο σαν Μικρή και Νέα Ρωσία (έτσι λέγονταν τα Ουκρανικά εδάφη τους προηγούμενους αιώνες) η καινούργια Μεγάλη Ρωσία του 21ου αιώνα αυτόματα αποκαθίσταται έως υπερδύναμη. Με την αποκατάσταση του παραδοσιακού στρατηγικού βάθους της Ρωσίας εν σχέση με το δυτικό της τμήμα, οι πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου δεν θα έχουν πλέον καμία επιλογή παρά από το να ευθυγραμμιστούν απόλυτα με τις πολιτικές του Κρεμλίνου, αφού πλέον η συλλογική Δύση, θα έχει απολέσει τον Ουκρανικό μοχλό πίεσης και ως αποτέλεσμα θα έχει δραματικά μειωμένη δυνατότητα για άσκηση πιέσεων εις βάρος της Ρωσίας. Εδώ πρέπει να υπερτονιστεί το γεγονός ότι τα κράτη της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου δεν έχουν καμία απολύτως γεωγραφική πρόσβαση προς τη δύση, κάτι που δεν συμβαίνει με την Ουκρανία. Η αποκατάσταση των εδαφών της τέως Σοβιετικής Ένωσης και της παραδοσιακής Ρωσικής Αυτοκρατορίας κάτω από τον στρατιωτικό και οικονομικό έλεγχο της Μόσχας θα σημαίνει μια τεράστια αύξηση όλων των συντελεστών κρατικής ισχύος για την Ευρασιατική χώρα. Τα πάντα, από έκταση, πρώτες ύλες, πληθυσμό, διευρυμένη αγορά, ένοπλες δυνάμεις, στρατηγικό βάθος και γόητρο, θα ενισχυθούν δραματικά για τη Ρωσία.
Οι Αμερικανοί, και ακόμα περισσότερο, οι Ευρωπαίοι τους σύμμαχοι, κατανοούν πλήρως όλα τα πιο πάνω και είναι ακριβώς για αυτό το λόγο που είναι αποφασισμένοι να στείλουν μέχρι και τον τελευταίο Ουκρανό στο μέτωπο κατά του Ρωσικού στρατού. Επιπρόσθετα, είναι διατεθειμένοι να στείλουν οπλικά συστήματα, εκατοντάδες δισεκατομμύρια, και κάθε μορφής ενίσχυση προς την Ουκρανία με την ελπίδα είτε να αναχαιτίσουν τη Ρωσία ή έστω να την καθυστερήσουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Οι δυτικές ανησυχίες για πιθανή Ρωσική επικράτηση είναι τόσο έντονες, που διάφοροι Δυτικοί αξιωματούχοι περιστασιακά αναφέρονται στην προοπτική αποστολής Ευρωπαίων στρατευμάτων στην Ουκρανία, αφού πρέπει να θεωρηθεί ουσιαστικά βέβαιο, πως οι Ουκρανοί δεν είναι δυνατό να συγκρατήσουν τις Ρωσικές δυνάμεις στο διηνεκές. Η σοβαρότητα της κατάστασης, υπογραμμίζεται ακόμη πιο έντονα εάν κάποιος αναλογιστεί το ότι ηγέτες όπως οι Μακρόν, Στάρμερ κτλ, αντιλαμβάνονται πλήρως το πόσο αρνητικά οι ίδιες τους οι κοινωνίες θα αντιμετωπίσουν μια τέτοια εξέλιξη. Οι κοινωνίες της δυτικής Ευρώπης, είναι συνηθισμένες να ανησυχούν για πρόωρες συντάξεις, πληρωμένες διακοπές, τιμές ακινήτων, αλλά φυσικά και για τα θέματα των ΛΟΑΤΚΙ, όχι για το πόσες και ποιες μεραρχίες θα σταλούν στο Ανατολικό μέτωπο για να αντιμετωπίσουν τον πλέον υπερεξοπλισμένο και μπαρουτοκαπνισμένο Ρωσικό στρατό. Αυτό το τελευταίο σημείο είναι που μας ωθεί στο συμπέρασμα ότι ένας από τους στόχους της έγκρισης χρήσεως ΝΑΤΟικών πυραύλων κατά στόχων μέσα στο Ρωσικό έδαφος, είναι ακριβώς για να αναγκάσει τους Ρώσους σε αντίποινα ενωτίων επίσημων ΝΑΤΟικών εδαφών και στόχων, ούτως ώστε οι ηγεσίες των διαφόρων Ευρωπαϊκών κρατών να έχουν πιο εύκολο έργο στο να εξηγήσουν στους πολίτες τους γιατί πρέπει να προχωρήσουν σε αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία.
Όλες οι πιο πάνω ενέργειες των δυτικών κρατών, συνηγορούν στο ότι το ΝΑΤΟ προετοιμάζεται και σχεδιάζει για ένα πόλεμο που όχι μόνο θα διαρκέσει για αρκετά ακόμα χρόνια, αλλά και θα επεκταθεί πέρα από τα όρια της σημερινής Ουκρανίας. Από την άλλη, οι ενέργειες της Μόσχας, μας δείχνουν ακριβώς το ίδιο. Το Ρωσικό κράτος έχει αυξήσει δραματικά τις στρατιωτικές τους δαπάνες, και έχει ανεβάσει τα επίπεδα στρατιωτικής παραγωγής σε πολύ υψηλά επίπεδα με προοπτική και σχεδιασμούς για ακόμα περισσότερα το επόμενα χρόνια. Σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού, η Ρωσία επιστρατεύει χιλιάδες επαγγελματίες/εθελοντές κάθε μήνα και κτίζει πολυάριθμές εφεδρείες. Δεν είναι δυνατό η Ρωσία να έχει κάνει όλες αυτές τις επενδύσεις για να αρκεστεί με το 20% της Ουκρανίας. Υπάρχουν φυσικά, και οι επίσημες δηλώσεις των Ρώσων αξιωματούχων, που απερίφραστα μας ξεκαθαρίζουν ότι η Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση όπως την ονομάζουν, θα ολοκληρωθεί μόνο όταν επιτευχθούν όλοι οι αρχικοί και δεδηλωμένοι της στόχοι, που εμμέσως πλην σαφώς, απαιτούν πλήρη έλεγχο, έστω και έμμεσα, ολόκληρης της Ουκρανίας.
Ακόμα ένας λόγος που είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτονωθεί ο Ουκρανικός πόλεμος, είναι το γεγονός ότι ακόμα και οι εξωγενείς παράγοντες δεν το ευνοούν. Κατ’αρχήν, ακόμα και εάν η διακυβέρνηση Τραμπ είναι διατεθειμένη να κάνει κάποιες υποχωρήσεις προς την Ρωσία για κλείσιμο του μεγάλου αυτού μετώπου με στόχο την συγκέντρωση των Αμερικανικών πόρων προς Ιρανικές και Κινεζικές κατευθύνσεις, είναι ουσιαστικά αδύνατο να φανταστούμε ένα σενάριο κάτω από το οποίο θα είναι διατεθειμένοι να κάνουν τις υποχωρήσεις που η Ρωσία φαίνεται πως απαιτεί. Από την άλλη πλευρά, το Πεκίνο, σε περίπτωση που αντιληφθεί ότι υπάρχει έστω και μικρή πιθανότητα συνεννόησης μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας, τότε το ίδιο θα σπεύσει προς την Μόσχα με κάποια πρόταση που θα είναι ευνοϊκότερη για τους Ρώσους σε σχέση με αυτή που τυχόν να είναι ικανοί να προσφέρουν οι Αμερικανοί, για τον απλούστατο λόγο ότι όποια πιθανή συνεννόηση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας θα αποτελεί εφιαλτική εξέλιξη για τα Κινεζικά συμφέροντα.
Εν τέλει, υπάρχει και το ζήτημα της πρακτικής εφαρμογής μιας εκεχειρίας χωρίς την οριστική διευθέτηση των ζητημάτων που εκκρεμούν. Η εύθραυστη φύση τέτοιων συμφωνιών, αποδεικνύεται ξεκάθαρα και πάλι στη Συρία. Καθώς συγγράφεται αυτό το άρθρο, ο πόλεμος στη Συρία που ήταν παγωμένος για τέσσερα περίπου χρόνια, φαίνεται να αναφλέγεται ξαφνικά και πάλι μετά από μία μεγάλη επίθεση των διαφόρων Τζιχαντιστικών ομάδων που εδώ και χρόνια είχαν περιοριστεί στην επαρχία του Idlib, στηριζόμενοι από την Τουρκία. Γενικότερα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, ότι τα υψηλά πολιτικά ζητήματα, επιλύονται μόνο με την οριστική επικράτηση της μιας ή της άλλης πλευράς.
*Ο Σταύρος Χατζηγιάννης είναι πολιτικός επιστήμονας
Think Tank
Η συμφωνία που γεννά τον επόμενο πόλεμο
του Χάρη Θεραπή
Υπάρχουν συμφωνίες που υπογράφονται ως ιστορικές, μα καταλήγουν να γράφονται στην ιστορία ως προοίμια μιας νέας τραγωδίας. Η τελευταία συμφωνία για την Παλαιστίνη μοιάζει ακριβώς με αυτό: μια πολυαναμενόμενη ανάσα ανακούφισης που μετατρέπεται, ήδη από την πρώτη της μέρα, σε προμήνυμα της επόμενης καταιγίδας.
Η ανθρωπιστική διάσταση δεν αμφισβητείται· κάθε τέλος αίματος, κάθε απελευθέρωση αιχμαλώτων, κάθε σταμάτημα των βομβαρδισμών είναι μια μικρή νίκη της ζωής απέναντι στη φρίκη. Όμως πέρα από το ανθρώπινο, αρχίζει το πολιτικό — κι εκεί ξεκινά η καταστροφή. Γιατί η ειρήνη αυτή δεν γεννήθηκε από τη δικαιοσύνη, αλλά από την εξάντληση· δεν στηρίζεται σε μια κοινή επιθυμία συνύπαρξης, αλλά σε έναν προσωρινό συμβιβασμό επιτήρησης και επιβίωσης.
Η Γάζα, πληγωμένη και κατεστραμμένη, μοιάζει περισσότερο με σκιά παρά με τόπο. Οι δρόμοι της είναι ερείπια, οι υποδομές της κατεστραμμένες, ο λαός της εξαντλημένος και εξαρτημένος από τη φιλανθρωπία του έξω κόσμου. Μια συμφωνία υπόσχεται την ανοικοδόμηση, μα χωρίς πολιτική αλλαγή — κι αυτό ισοδυναμεί με το να ζητάς από έναν άνθρωπο να ξανασταθεί όρθιος χωρίς να του επιστρέφεις τα πόδια του.
Το Ισραήλ οχυρώνεται μέσα στη Λωρίδα, διατηρεί ζώνες ασφαλείας και ελέγχει κάθε πέρασμα. Οι Παλαιστίνιοι ζουν σε μια «ανοιχτή φυλακή», υπό την αδιάκοπη παρουσία drones και ηλεκτρονικής παρακολούθησης, που υπενθυμίζουν κάθε μέρα το καθεστώς της εξάρτησης. Ο πόλεμος μπορεί να σταμάτησε, αλλά η επιτήρηση δεν σταματά ποτέ. Και η επιτήρηση, με τον καιρό, γεννά την εξέγερση.
Όμως το πιο βαθύ τραύμα δεν είναι το υλικό — είναι το πολιτικό. Η Παλαιστίνη μένει χωρίς ενωτική φωνή, χωρίς ηγεσία που να εμπνέει εμπιστοσύνη και ελπίδα. Οι δυο πλευρές του μελλοντικού της κράτους, η Γάζα και η Δυτική Όχθη, μένουν διαχωρισμένες όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και ψυχολογικά. Οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να ενώσουν, φυλακίζονται ή απαξιώνονται. Και χωρίς ηγεσία, δεν υπάρχει υπόσχεση κράτους· υπάρχει μόνο διοίκηση υπό επιτήρηση.
Η ειρήνη που παρουσιάζεται ως «ιστορική» δεν λύνει τίποτα. Ανακυκλώνει τα ίδια λάθη, απλώς πάνω σε ένα πιο κατεστραμμένο τοπίο. Αντί να οικοδομεί μέλλον, διατηρεί το παρελθόν με νέα μέσα. Αντί για συμφιλίωση, προσφέρει σιωπή. Και η σιωπή, σε τόπους σαν την Παλαιστίνη, είναι απλώς η ανάπαυλα πριν από τον επόμενο πόλεμο.
Αυτό που ονομάζεται σήμερα «συμφωνία ειρήνης» είναι στην πραγματικότητα μια διαχείριση της δυστυχίας: μια αποστρατιωτικοποιημένη κατοχή με ανθρωπιστικό προσωπείο. Μια απόφαση που υπόσχεται «τέλος» αλλά δεν προσφέρει καμία αρχή. Κι έτσι, το μόνο βέβαιο είναι ότι ο επόμενος κύκλος θα ξεκινήσει πάνω στα ίδια θεμέλια από στάχτη.
Ο πόλεμος που φαίνεται να τελειώνει περιέχει ήδη τους σπόρους του επόμενου. Όπως έγραψε κάποτε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, «ο πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ». Στην Παλαιστίνη, αυτό δεν είναι ποίηση. Είναι η πραγματικότητα που επαναλαμβάνεται.
Think Tank
Η Ελλάδα, η Τουρκία και το χαμένο ρεύμα της ισχύος
Πώς η ελληνική υποχωρητικότητα οδηγεί σε στασιμότητα το έργο Ισραήλ–Κύπρου–Ελλάδας και αφήνει την Κυπριακή Δημοκρατία εκτεθειμένη
Του Χάρη Θεραπή*
Η ηλεκτρική διασύνδεση Ισραήλ–Κύπρου–Ελλάδας (Great Sea Interconnector) υποτίθεται πως θα αποτελούσε έργο-ορόσημο: η πρώτη ενεργειακή «γέφυρα» που θα συνέδεε την Ανατολική Μεσόγειο με το ευρωπαϊκό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, απελευθερώνοντας την Κύπρο από τη μακροχρόνια ενεργειακή της απομόνωση.
Όμως, πίσω από τις τεχνικές καθυστερήσεις και τις οικονομικές εκκρεμότητες, κρύβεται ένας πολύ πιο ουσιαστικός παράγοντας: η γεωπολιτική αδράνεια της Ελλάδας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Μια αδράνεια που δεν απειλεί απλώς το έργο, αλλά και τη στρατηγική θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ευρύτερη περιοχή.
Η ελληνική υποχωρητικότητα ως καθοριστικός παράγοντας στασιμότητας
Αν υπάρχει ένας λόγος που το έργο «βουλιάζει» στη γραφειοκρατία και την αναποφασιστικότητα, αυτός είναι η συστηματική υποχωρητικότητα της Ελλάδας απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις και η απροθυμία της να προβάλει τη στρατιωτική της ισχύ ως παράγοντα αποτροπής στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Αθήνα, επιλέγοντας τη «στρατηγική της ήπιας διαχείρισης», έχει εκχωρήσει στην Τουρκία το πλεονέκτημα του φόβου. Η Άγκυρα γνωρίζει πως κάθε απειλή αποστολής ερευνητικού σκάφους, κάθε παράνομη NAVTEX ή υπερπτήση σε περιοχή που τέμνει τη διαδρομή του καλωδίου, παγώνει πολιτικά την ελληνική πλευρά.
Αντί για αποφασιστική αντίδραση, η Ελλάδα προτιμά δηλώσεις «ψυχραιμίας» και αναμονής, στέλνοντας το μήνυμα πως δεν προτίθεται να αναμετρηθεί επί του πεδίου για την υλοποίηση ενός έργου που θα ενοχλήσει την Τουρκία. Έτσι, η αποτροπή εγκαταλείπεται στο όνομα της «κατευναστικής διπλωματίας των ήρεμων νερών».
Η ενεργειακή διπλωματία χωρίς ασφάλεια είναι κενό γράμμα
Κανένα μεγάλο ενεργειακό έργο δεν προχωρά χωρίς στρατηγική κάλυψη και εγγυήσεις ασφάλειας. Στην περίπτωση της ηλεκτρικής διασύνδεσης, η Κύπρος — χωρίς δική της αμυντική ομπρέλα και εκτός ΝΑΤΟ — εξαρτάται από την ελληνική στρατηγική βούληση.
Η Τουρκία, αντιθέτως, προβάλλει διαρκώς τη στρατιωτική της παρουσία ως εργαλείο γεωπολιτικής διπλωματίας. Ελέγχει θαλάσσιες ζώνες, απειλεί εταιρείες, επιβάλλει de facto συνθήκες «γκρίζας κυριαρχίας». Δεν χρειάζεται να μπλοκάρει το έργο με πυρά — αρκεί να δείχνει πως θα μπορούσε. Δεν είναι αυτό που δήλωσε μόλις πρόσφατα και ο ΥΠΕΞ της Τουρκίας Χακάν Φιντάν;
Απέναντι σε αυτή την πολιτική ισχύος, η Ελλάδα αντιπαραθέτει ρητορική αυτοσυγκράτησης. Μια στάση που μπορεί να ακούγεται ώριμη στις Βρυξέλλες, αλλά στην Ανατολική Μεσόγειο εκλαμβάνεται ως αδυναμία. Το αποτέλεσμα: απώλεια εμπιστοσύνης από επενδυτές, θεσμούς και — κυρίως — από το ίδιο το Ισραήλ, το οποίο αμφιβάλλει πλέον για τη βούληση της Αθήνας να υπερασπιστεί στην πράξη ένα στρατηγικό έργο σε περίπτωση κρίσης.
Το στρατηγικό κενό της Αθήνας και τα αδιέξοδα της Λευκωσίας
Η ελληνική υποχωρητικότητα δημιουργεί στρατηγικό κενό ισχύος σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία το εκμεταλλεύεται, καθορίζοντας de facto το πλαίσιο των θαλασσίων ζωνών.
Για την Κυπριακή Δημοκρατία, οι συνέπειες είναι άμεσες και βαριές:
-
Χάνει την πολιτικο-στρατιωτική κάλυψη που θα μπορούσε να προσφέρει η Αθήνα, μένοντας ουσιαστικά μόνη απέναντι στην τουρκική πίεση.
-
Εγκλωβίζεται ενεργειακά, καθώς δεν μπορεί να προχωρήσει μόνη της ούτε να επιταχύνει το έργο χωρίς την ενεργό ελληνική συμμετοχή.
-
Αποδυναμώνεται διπλωματικά, αφού η Ε.Ε. δεν επενδύει πολιτικό κεφάλαιο σε ένα σχέδιο χωρίς σαφείς εγγυήσεις ισχύος και ασφάλειας.
Η Λευκωσία βρίσκεται έτσι σε ένα γεωπολιτικό αδιέξοδο: εξαρτάται από την Ελλάδα για την προστασία του έργου, αλλά η Αθήνα δεν δείχνει διατεθειμένη να αναλάβει το ρίσκο της σύγκρουσης. Το αποτέλεσμα είναι παράταση της στασιμότητας και σταδιακή αποδόμηση της αξιοπιστίας της ίδιας της τριμερούς συνεργασίας.
Από τη διπλωματική ορθοφροσύνη στον γεωπολιτικό ρεαλισμό
Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει εγκλωβιστεί σε ένα μοντέλο διπλωματικής αυτολογοκρισίας. Επιδιώκει να αποφεύγει κάθε ένταση, επενδύοντας στην εικόνα του «λογικού εταίρου» της Δύσης. Όμως, στην Ανατολική Μεσόγειο, η ισχύς είναι το μόνο νόμισμα με αξία.
Η Άγκυρα το γνωρίζει, και γι’ αυτό κινείται επιθετικά, μετατρέποντας τη στρατιωτική της παρουσία σε πολιτικό εργαλείο. Αντίθετα, η Ελλάδα παραμένει θεατής στο ίδιο της το πεδίο, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο του «αδύναμου κρίκου» της τριμερούς.
Η Κύπρος πληρώνει ήδη το τίμημα αυτής της αδράνειας: παραμένει ενεργειακά απομονωμένη, στρατηγικά εκτεθειμένη και πολιτικά εξαρτημένη. Αν η Αθήνα δεν επιλέξει να ασκήσει ισχύ, η Κυπριακή Δημοκρατία θα συνεχίσει να ζει κάτω από τη σκιά μιας Τουρκίας που δεν χρειάζεται καν να δράσει — της αρκεί να απειλεί.
Το τίμημα της αδράνειας
Η αποτυχία υλοποίησης της ηλεκτρικής διασύνδεσης δεν θα είναι τεχνικό ή οικονομικό ναυάγιο, αλλά στρατηγική ήττα. Μια ήττα που θα επιβεβαιώσει πως, πενήντα χρόνια μετά την εισβολή του 1974, η Κύπρος εξακολουθεί να εξαρτάται από τις αποφάσεις άλλων για την ίδια της την ασφάλεια και την ενεργειακή της ανεξαρτησία.
Αν η Ελλάδα δεν αναλάβει ενεργά τον ρόλο της ως δύναμη αποτροπής, η Ανατολική Μεσόγειος θα παραμείνει πεδίο τουρκικής κυριαρχίας και η Κύπρος όμηρος της ελληνικής αδράνειας. Και τότε, το χαμένο ρεύμα δεν θα είναι μόνο ηλεκτρικό — θα είναι το ρεύμα της ισχύος, που χάθηκε μέσα στον φόβο, την αναποφασιστικότητα και τη γεωπολιτική βολή.
*Ο Χάρης Θεραπής είναι ο Διευθυντής του Vouli.tv
Think Tank
Η Μεγάλη Παρτίδα του Ερντογάν: Γεωπολιτική Αντεπίθεση σε Κύπρο, Ελλάδα και Ισραήλ
του Χάρη Θεραπή*
Η πρόσφατη ομιλία του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποτέλεσε ένα καλοσχεδιασμένο μήνυμα προς τη διεθνή κοινότητα, όπου αναδείχθηκαν καίρια ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου. Η τοποθέτησή του για την Κύπρο, τις ελληνοτουρκικές διαφορές, το Ισραήλ και τον ενεργειακό πλούτο της περιοχής αποτυπώνει μια συνεκτική στρατηγική με σαφείς γεωπολιτικές στοχεύσεις.
Κύπρος: Απόρριψη της Διζωνικής Λύσης και Διεθνής Νομιμοποίηση του Βορρά
Ο Ερντογάν επανέλαβε ότι η μόνη ρεαλιστική προοπτική για το Κυπριακό είναι η ύπαρξη «δύο κρατών και δύο λαών». Ζήτησε από τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να τερματίσουν την «άδικη απομόνωση» των Τουρκοκυπρίων και να προχωρήσουν σε αναγνώριση της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου». Η επιλογή αυτή εδραιώνει τη ντε φάκτο διχοτόμηση και ασκεί πίεση τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στα Ηνωμένα Έθνη, τα οποία εξακολουθούν να στηρίζουν την ομοσπονδιακή λύση. Παράλληλα, ενισχύει το διαπραγματευτικό οπλοστάσιο της Άγκυρας, καθώς η αναβάθμιση του ψευδοκράτους προσφέρει νομικά επιχειρήματα για διεκδίκηση θαλάσσιων ζωνών και ενεργειακών πόρων.
Ελλάδα και Ανατολική Μεσόγειος: Ενεργειακός Κόμβος και Θαλάσσιες Διεκδικήσεις
Στο ίδιο πλαίσιο, ο Τούρκος πρόεδρος τόνισε ότι κανένα έργο υδρογονανθράκων ή ηλεκτρικής διασύνδεσης στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς τη συμμετοχή της Τουρκίας και του τουρκοκυπριακού καθεστώτος. Επανέφερε την ιδέα μιας περιφερειακής διάσκεψης και μίλησε για «σεβασμό των νόμιμων δικαιωμάτων όλων των πλευρών». Η ρητορική αυτή αμφισβητεί ευθέως το Δίκαιο της Θάλασσας όπως το ερμηνεύουν Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία και στοχεύει να αποτρέψει ενεργειακές συνεργασίες – όπως η ηλεκτρική διασύνδεση Ισραήλ–Κύπρου–Ελλάδας – που παρακάμπτουν την Τουρκία. Με τον τρόπο αυτό, η Άγκυρα αυτοτοποθετείται ως αναγκαίος «ρυθμιστής» σε κάθε μελλοντική ενεργειακή αρχιτεκτονική της περιοχής.
Ισραήλ: Σκληρή Καταγγελία και Περιφερειακή Προβολή
Σχετικά με τη σύγκρουση στη Γάζα, ο Ερντογάν χρησιμοποίησε εξαιρετικά έντονη γλώσσα, χαρακτηρίζοντας τις ισραηλινές επιχειρήσεις «γενοκτονία» και κατηγορώντας το Ισραήλ ότι υπονομεύει τη σταθερότητα ολόκληρης της Μέσης Ανατολής. Παρά την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων Άγκυρας–Τελ Αβίβ, ο Τούρκος πρόεδρος επιλέγει ρητορική που ενισχύει την εικόνα του υπερασπιστή των Παλαιστινίων και του ηγέτη με ισχυρό λόγο στον μουσουλμανικό κόσμο, διατηρώντας όμως ανοικτούς τους διαύλους για μελλοντική συνεργασία.
Στρατηγική Σύνθεση και Προοπτικές
Η ομιλία συνδέει όλα τα μέτωπα σε ένα ενιαίο αφήγημα: ενεργειακή κυριαρχία, περιφερειακή δικαιοσύνη και τουρκική αναγκαιότητα. Με ένα μήνυμα που απευθύνεται ταυτόχρονα σε ΗΠΑ, ΕΕ και Ρωσία, ο Ερντογάν δηλώνει ότι χωρίς την Τουρκία δεν μπορεί να υπάρξει σταθερή ενεργειακή και γεωπολιτική ισορροπία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Για την εσωτερική πολιτική σκηνή, η εθνικιστική ρητορική για την Κύπρο και η σθεναρή υποστήριξη της Παλαιστίνης ενισχύουν τη λαϊκή συσπείρωση, ιδιαίτερα σε περίοδο οικονομικών προκλήσεων. Ωστόσο, η στρατηγική αυτή εμπεριέχει κινδύνους: κλιμάκωση εντάσεων με την ΕΕ, πιθανές κυρώσεις, καθώς και περαιτέρω σύσφιξη της συνεργασίας Ελλάδας–Ισραήλ–Αιγύπτου, που μπορεί να περιθωριοποιήσει την Τουρκία.
Συμπέρασμα
Η παρέμβαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον ΟΗΕ δεν αποσκοπεί σε άμεσο συμβιβασμό αλλά σε διαμόρφωση όρων.
-
Βραχυπρόθεσμα, αναμένονται κινήσεις αποτροπής σε ενεργειακά έργα που αποκλείουν την Τουρκία.
-
Μεσοπρόθεσμα, θα ενταθούν οι προσπάθειες διεθνούς αναγνώρισης της ΤΔΒΚ και θα ασκηθεί πίεση για συμφωνίες που περνούν μέσα από την Άγκυρα.
-
Μακροπρόθεσμα, η Τουρκία επιδιώκει να καθιερωθεί ως αναπόφευκτος ενεργειακός και γεωπολιτικός κόμβος της Ανατολικής Μεσογείου, μετατρέποντας τη σημερινή σκληρή ρητορική σε διαπραγματευτικό πλεονέκτημα.
Η ομιλία του Τούρκου προέδρου αποκαλύπτει, έτσι, μια πολυδιάστατη στρατηγική: προβολή ισχύος, ανάδειξη ηγετικού ρόλου στον μουσουλμανικό κόσμο και διεκδίκηση κεντρικής θέσης σε κάθε ενεργειακή και γεωπολιτική εξίσωση της περιοχής.
* Ο Χάρης Θεραπής είναι διευθυντής του Vouli TV
-
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ2 weeks agoΤουφάν Δεν μπορείτε να μας κάνετε να αγαπήσουμε τον Ερντογάν!
-
Βουλευτικές Εκλογές 20264 weeks agoΜΕΓΑΛΗ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ ΓΙΑ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ 2026, ΠΡΟΕΔΡΙΚΕΣ 2028 ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ
-
#exAformis2 weeks ago8κομματική βουλή δείχνει η δημοσκόπηση
-
Off the Record2 days agoΧρήστο Στυλιανίδη, γιατί δεν μοιράζεσαι τις «αποκαλύψεις» σου με τον κυπριακό ελληνισμό;
-
#exAformis2 weeks ago#exAformis | Εκ φύσεως Πολιτικός — με τον Μάριο Πουλλικκά, Δευτέρα 27/10 στις 7μμ
-
Βουλευτικές Εκλογές 20261 week agoΑναστασιάδης για Στυλιανίδη, Αννίτα και Χριστοδουλίδη: Τι αποκαλύπτει ενόψει εκλογών
-
Άρθρα Χάρη Θεραπή2 weeks agoΗ ψευδαίσθηση Ερχιουρμάν: προοδευτικός λόγος ή καμουφλαρισμένος εθνικισμός;
-
Βουλευτικές Εκλογές 20262 weeks agoΔΗΚΟ – Αποστόλου: Οι όροι για κοινή πορεία στις εκλογές 2026
-
#exAformis2 weeks agoΣύγκριση αποτελεσμάτων Ιουνίου – Οκτωβρίου 2025
-
ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ2 weeks agoΥπουργείο Άμυνας: Ανοιχτές οι αιτήσεις για Στρατιωτικές Ακαδημίες των ΗΠΑ

