Το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας στρέφεται στη Νέα Υόρκη, όπου λαμβάνει χώρα η δεύτερη άτυπη διάσκεψη για το Κυπριακό ζήτημα μέσα στο 2025, μετά από εκείνη του Μαρτίου. Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, Ersin Tatar, προσέρχονται με διαφορετικές επιδιώξεις και προσμονές. Το πολιτικό πλαίσιο παραμένει ουσιαστικά στάσιμο από το 2017, όταν οι συνομιλίες στο Κραν Μοντανά τερματίστηκαν, ωστόσο η επερχόμενη συνάντηση προσφέρει έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή: την ανάγκη για προώθηση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), που ίσως συμβάλουν στη δημιουργία ενός διαύλου επικοινωνίας.
Από τη μία, ο Νίκος Χριστοδουλίδης επισημαίνει ρητά ότι βασικός στόχος είναι η δημιουργία συνθηκών για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, «με πλήρη επίγνωση των προκλήσεων και των δυσχερειών». Υπενθυμίζει πως όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του το 2023, απουσίαζε τόσο προσωπικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ όσο και ευρωπαϊκή συμμετοχή. Σήμερα, η Λευκωσία εμμένει στη θέση ότι τα ΜΟΕ δεν αποτελούν εναλλακτική της λύσης του Κυπριακού, αλλά μπορούν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά προς την κατεύθυνση ουσιαστικών διαπραγματεύσεων, με βάση το συμφωνημένο πλαίσιο της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Από την άλλη πλευρά, ο Ersin Tatar υπογραμμίζει πως η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε καμία μορφή διαπραγμάτευσης, εάν πρώτα δεν ικανοποιηθούν τα λεγόμενα 3-Α: απευθείας πτήσεις, άμεσες επαφές και απευθείας εμπόριο. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά πριν αναχωρήσει από το παράνομο αεροδρόμιο της Τύμπου, «Δεν διαπραγματεύομαι αυτά τα ζητήματα, τα απαιτώ». Επανέλαβε επίσης τη θέση υπέρ της «συνεργασίας δύο κρατών» ως μοντέλου συνύπαρξης στο νησί.
Η στάση του ΟΗΕ χαρακτηρίζεται από μετριοπάθεια και περιορισμένες προσδοκίες. Ο Γενικός Γραμματέας, António Guterres, φαίνεται να επιδιώκει την επίτευξη μιας προκαταρκτικής συμφωνίας για ΜΟΕ, με στόχο τουλάχιστον ένα πρακτικό αποτέλεσμα, παραχωρώντας τη διαχείριση των εξελίξεων στην προσωπική του απεσταλμένη, María Ángela Holguín Cuéllar. Ο ειδικός αντιπρόσωπός του στην Κύπρο, Colin Stewart, έχει ήδη ενημερώσει το Συμβούλιο Ασφαλείας για την έντονη αμοιβαία δυσπιστία που επικρατεί στις δύο κοινότητες, επισημαίνοντας ως βασικό πρόβλημα τις αντικρουόμενες αφηγήσεις και τις συνεχιζόμενες κατηγορίες περί αδικιών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον καταγράφεται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η απουσία του Απεσταλμένου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Johannes Hahn, από τη Νέα Υόρκη προκάλεσε σχόλια, παρά το γεγονός ότι ο διορισμός του έγινε κατόπιν αιτήματος της Λευκωσίας. Η κυπριακή κυβέρνηση υπενθυμίζει πως η ΕΕ συνεχίζει να συμμετέχει, έστω και έμμεσα, αλλά με ουσιαστική παρέμβαση. Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης επιμένει ότι η επανέναρξη των συνομιλιών είναι στενά συνυφασμένη με τη δυναμική των ευρωτουρκικών σχέσεων – στοιχείο που η Άγκυρα παρακολουθεί με αυξημένο ενδιαφέρον.
Στο πρακτικό επίπεδο, παρατηρείται μερική πρόοδος σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής όπως το περιβάλλον, οι δράσεις για τη νεολαία και η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ωστόσο, σε καίρια θέματα όπως τα οδοφράγματα και το περιουσιακό, το αδιέξοδο παραμένει. Ο Ersin Tatar ζητά το άνοιγμα νέων σημείων διέλευσης, για παράδειγμα στη Μια Μηλιά και στη Λουρουτζίνα, ενώ η ελληνοκυπριακή πλευρά δίνει προτεραιότητα στα Κόκκινα και το Πυρόϊ. Όσον αφορά την πρόταση για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στη νεκρή ζώνη, η τουρκοκυπριακή πλευρά αξιώνει τη δυνατότητα άμεσης διανομής ενέργειας προς και από την «αρχή ηλεκτρισμού» του ψευδοκράτους – αίτημα που η Λευκωσία απορρίπτει, θεωρώντας ότι υποκρύπτει στοιχεία αναγνώρισης.
Στο διεθνές πεδίο, η τουρκοκυπριακή ηγεσία επιχειρεί να παρουσιαστεί ως θύμα απομόνωσης και αθέτησης υποσχέσεων που χρονολογούνται από την περίοδο του Σχεδίου Ανάν. Ο Ersin Tatar επιμένει πως «η τδβκ αποτελεί εγγύηση σταθερότητας», απορρίπτοντας κατηγορηματικά τη θέση «μηδέν στρατός, μηδέν εγγυήσεις», την οποία θεωρεί επικίνδυνη, δεδομένων των περιφερειακών εντάσεων. Παράλληλα, κατηγορεί τον Νίκο Χριστοδουλίδη για δηλώσεις και ενέργειες που, κατά την άποψή του, δυναμιτίζουν το κλίμα και εντείνουν την ένταση.
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ξεκαθαρίζει ότι δεν τίθεται ζήτημα αποδοχής μέτρων τα οποία οδηγούν σε λύση δύο κρατών. Κεντρικός στόχος της Λευκωσίας παραμένει η συνέχιση της διαπραγμάτευσης στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου, με την ΕΕ να λειτουργεί υποστηρικτικά – όχι όμως ως υποκατάστατο – της ειρηνευτικής διαδικασίας.
Η παρούσα άτυπη σύνοδος αναμένεται, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα εκτιμήσεις, να αποτελέσει μια συνάντηση με περιορισμένες φιλοδοξίες αλλά σημαντική πολιτική βαρύτητα. Η έκβαση, είτε πρόκειται για ένα κοινό ανακοινωθέν είτε για μια αρχική συμφωνία επί ΜΟΕ, θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των δύο πλευρών να εντοπίσουν έναν ελάχιστο κοινό τόπο, χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τις πάγιες στρατηγικές τους θέσεις. Ο ΟΗΕ θα επιδιώξει να διατηρήσει ανοιχτό τον δίαυλο για μελλοντικά βήματα, ενώ για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Κυπριακό εξακολουθεί να συνιστά πηγή γεωπολιτικής αστάθειας στη νοτιοανατολική πτέρυγα, με άμεσες προεκτάσεις για τις σχέσεις της με την Τουρκία.
Συνολικά, αντί για θεαματικές εξελίξεις, το πιθανότερο είναι να δούμε μια προσπάθεια διαχείρισης του υπάρχοντος αδιεξόδου, με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στις λεπτομέρειες και σε μικρές κινήσεις που ίσως ανοίξουν έναν περιορισμένο αλλά ουσιαστικό δρόμο προς την επανεκκίνηση του διαλόγου.
Το βασικό ερώτημα παραμένει: μπορεί η συζήτηση για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης να αποτελέσει προπομπό μιας ευρύτερης συζήτησης για συνολική λύση; Και, κυρίως, ποια πλευρά είναι διατεθειμένη να κάνει το πρώτο βήμα;
ΠΗΓΗ: IBNA
Be the first to write a comment.