Αυτές τις ημέρες, έξι ποδοσφαιρικές ομάδες από τη βορειοαφρικανική χώρα βρίσκονται επί ιταλικού εδάφους. Όχι για προετοιμασία ενόψει της νέας σεζόν, ούτε λόγω… μεταναστευτικών λόγων, αλλά επειδή τα γήπεδα της Ιταλίας φιλοξενούν – για δεύτερη διαδοχική χρονιά – τους τελικούς του πρωταθλήματος Λιβύης.
Οι αγώνες ξεκινούν την Παρασκευή 25 Ιουλίου και θα διαρκέσουν έως τις 10 Αυγούστου, σύμφωνα με ανακοίνωση της Λιβυκής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (LFF). Η διεξαγωγή τους στην Ιταλία πραγματοποιείται με χρηματοδότηση από την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας της Τρίπολης και σε απευθείας συνεργασία με την Ιταλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, με την υποστήριξη της κυβέρνησης της Ρώμης.
Η πρωτοβουλία αυτή ήταν πρόταση της κυβέρνησης της Τζόρτζια Μελόνι, με στόχο τη χρήση του ποδοσφαίρου ως εργαλείο ενίσχυσης των διμερών σχέσεων – οικονομικών και πολιτικών – ανάμεσα στις δύο χώρες.
Το Σχέδιο Ματέι
Η ποδοσφαιρική αυτή προσέγγιση εντάσσεται στο ευρύτερο «Σχέδιο Ματέι», που προωθεί η ιταλική κυβέρνηση για την ενίσχυση των ενεργειακών και επενδυτικών δεσμών με την αφρικανική ήπειρο. Το σχέδιο πήρε το όνομά του από τον Ενρίκο Ματέι, ιδρυτή του ιταλικού πετρελαϊκού κολοσσού Eni, ο οποίος ήδη από τη δεκαετία του 1950 προωθούσε την ενεργειακή συνεργασία μεταξύ Ιταλίας και των χωρών της Βόρειας Αφρικής.
Πέρα από τη Λιβύη, το Σχέδιο Ματέι εστιάζει σε μια σειρά άλλων αφρικανικών κρατών, όπως η Αλγερία, η Τυνησία, η Αγκόλα, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, το Μπουρούντι, η Αιθιοπία, ο Νίγηρας, η Σομαλία και η Μαυριτανία.
Αφρικανική επενδυτική εκστρατεία
Η ιταλική παρουσία στην Αφρική έχει αποκτήσει διαστάσεις επενδυτικής εκστρατείας, με τη χρηματοδότηση εκατοντάδων έργων συνολικής αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ. Επισήμως, οι επενδύσεις αυτές παρουσιάζονται ως εργαλείο περιορισμού των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη. Οι τομείς προτεραιότητας είναι η ενέργεια, η γεωργία, οι υδάτινοι πόροι, η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση.
Κεντρικό διακύβευμα, ωστόσο, παραμένουν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της Βόρειας Αφρικής. Οι τελικοί του λιβυκού πρωταθλήματος στην Ιταλία τελούν υπό την αιγίδα της Tamoil, της κρατικής εταιρείας που διαχειρίζεται την πλειονότητα των πετρελαϊκών αποθεμάτων της χώρας.
Η Λιβύη εξακολουθεί να αποτελεί τον κυριότερο προμηθευτή αργού πετρελαίου για την Ιταλία: μόνο κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους, η Ρώμη προμηθεύτηκε από την Τρίπολη περίπου 2,5 εκατομμύρια τόνους, ποσότητα που αντιστοιχεί σε πάνω από το 25% των συνολικών εισαγωγών της χώρας.
Η στενή συνεργασία της Ιταλίας με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης υπό τον πρωθυπουργό Αμπντουλχαμίντ Ντμπάιμπα έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ, ο οποίος ελέγχει την ανατολική Λιβύη με έδρα τη Βεγγάζη.
Μάλιστα, το προηγούμενο καλοκαίρι – λίγο μετά την πρώτη διεξαγωγή των τελικών του λιβυκού πρωταθλήματος στην Ιταλία – ο Χαφτάρ διέκοψε τις εξαγωγές πετρελαίου από την περιοχή του, προκαλώντας δυσκολίες στις ιταλικές ενεργειακές εισαγωγές.
«Η διεξαγωγή του πρωταθλήματος της Λιβύης σε ιταλικά γήπεδα αποτελεί μια στρατηγική κίνηση ποδοσφαιρικής διπλωματίας, με στόχο να προσεγγίσει πολιτικές δυνάμεις που διατηρούν τον έλεγχο στη Λιβύη – συχνά μέσω των ποδοσφαιρικών σωματείων – και να ενισχύσει τις διμερείς σχέσεις», επισημαίνουν Ευρωπαίοι διπλωμάτες.
Από την εποχή του Καντάφι
Η ποδοσφαιρική σύνδεση Ιταλίας – Λιβύης έχει βαθιές ρίζες και ξεκινά ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ο δεσμός αυτός ενισχύθηκε μέσα από τις ενεργειακές συμφωνίες που προέκυψαν μετά την κρατικοποίηση της Tamoil από το καθεστώς Καντάφι.
Το 1989, η Tamoil έκανε την είσοδό της στο ιταλικό ποδοσφαιρικό προσκήνιο, με τη χορηγία της Αταλάντα – μια συνεργασία που διήρκεσε έξι χρόνια.
Κατά τις κυβερνήσεις Μπερλουσκόνι, οι σχέσεις Ρώμης – Τρίπολης αναβαθμίστηκαν περαιτέρω. Σύμβολο αυτής της συνεργασίας αποτέλεσε η διεξαγωγή του ιταλικού Σούπερ Καπ στην Τρίπολη το 2002, με τον αγώνα μεταξύ Γιουβέντους και Πάρμα (25 Αυγούστου).
Κατά την ίδια περίοδο, ο Σαάντι Καντάφι – γιος του Μουαμάρ Καντάφι – πραγματοποίησε επενδύσεις σε αρκετούς ιταλικούς συλλόγους μέσω της Tamoil, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η Γιουβέντους και η Ρόμα.
Η πτώση του καθεστώτος Καντάφι το 2011 και η πολιτική παρακμή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι σήμαναν μια περίοδο αδράνειας για τις ιταλο-λιβυκές ποδοσφαιρικές και πολιτικές σχέσεις – μια δυναμική που αναζωπυρώθηκε επί κυβέρνησης της Τζόρτζια Μελόνι, η οποία επιδιώκει να αξιοποιήσει το ποδόσφαιρο ως γέφυρα διπλωματικής και οικονομικής προσέγγισης με τη Βόρεια Αφρική.
ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ.gr
Be the first to write a comment.