Η Μεσόγειος — αυτή η ιστορική και πολιτισμικά φορτισμένη κλειστή θάλασσα, όπου διασταυρώνονται γεωπολιτικά συμφέροντα και πολιτισμοί — επανέρχεται στο προσκήνιο λόγω μιας πρωτοβουλίας που, αν και ξεκίνησε με ευγενείς στόχους, αναδεικνύει τα διαχρονικά διλήμματα της περιοχής.

Η πρόταση προέρχεται από την CIESM (Mediterranean Science Commission), τον ιστορικό διεθνή οργανισμό που ιδρύθηκε το 1919 με αποστολή τη μελέτη και προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος της Μεσογείου. Το σχέδιο αφορά τη δημιουργία «θαλάσσιων πάρκων ειρήνης» — διασυνοριακών περιοχών προστασίας της θαλάσσιας βιοποικιλότητας, σχεδιασμένων να υπερβαίνουν πολιτικά και πολιτισμικά σύνορα.

Ήδη από τον Νοέμβριο του 2010, σε συνάντηση των επιστημόνων του CIESM στις Συρακούσες της Σικελίας, προτάθηκαν οκτώ περιοχές — μεταξύ των οποίων το Ιόνιο, το Νότιο Αιγαίο, η Βόρεια Λεβαντίνη και το Στενό του Γιβραλτάρ — ως ζώνες όπου τα γειτονικά κράτη θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε κοινό πλαίσιο προστασίας. Η φιλοσοφία ήταν σαφής: η υπέρβαση των εθνικών διαφορών μέσω της επιστημονικής συνεργασίας και της από κοινού διαχείρισης. Όπως επισημάνθηκε χαρακτηριστικά, «οι ακριβείς γραμμές οριοθέτησης χάνουν τη σημασία τους μπροστά στην κοινή ευθύνη».

Ωστόσο, μέχρι σήμερα, κανένα από τα προτεινόμενα θαλάσσια πάρκα δεν έχει αναγνωριστεί επισήμως ως διασυνοριακό «Marine Peace Park». Παρά το γεγονός ότι το νομικό πλαίσιο — ενισχυμένο και από τις συνεχώς επεκτεινόμενες εθνικές ΑΟΖ — θεωρείται ώριμο, λείπει το βασικότερο στοιχείο, όπως είχε τονίσει ο γενικός διευθυντής του CIESM, Frédéric Briand: η πολιτική βούληση.

Η πρόσφατη απόφαση της Ελλάδας, τον Ιούλιο του 2025, να ιδρύσει δύο νέα Εθνικά Θαλάσσια Πάρκα στο Ιόνιο και το Νότιο Αιγαίο, προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Τουρκίας, η οποία κατηγόρησε την Αθήνα για μονομερείς ενέργειες. Αν και η Ελλάδα δεν ήταν νομικά υποχρεωμένη να διαβουλευτεί με την Τουρκία για τη χάραξη προστατευόμενων περιοχών εντός των δικών της θαλάσσιων ζωνών, το πνεύμα της πρότασης του CIESM προέβλεπε τη συνεργασία και τη συνεννόηση μεταξύ των γειτονικών κρατών ως ουσιαστική προϋπόθεση. Άλλωστε, ο ίδιος ο όρος «Marine Parks for Peace» αποτυπώνει αυτή τη λογική.

Η Τουρκία εξέλαβε την ελληνική πρωτοβουλία όχι απλώς ως περιβαλλοντική πολιτική, αλλά και ως κίνηση έμμεσης γεωπολιτικής διεκδίκησης σε επίμαχες θαλάσσιες ζώνες. Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα υπογράμμισε ότι πρόκειται για εφαρμογή διεθνών υποχρεώσεων της χώρας.

Πίσω από αυτή την ένταση, αναδύεται ένα ευρύτερο ζήτημα: στη Μεσόγειο, ακόμη και η οικολογική διπλωματία δεν μπορεί να αποκοπεί από το γεωπολιτικό της περιβάλλον. Η Ελλάδα επιχειρεί να ενισχύσει το διεθνές της προφίλ ως πρωτοπόρος στις περιβαλλοντικές και κλιματικές πολιτικές, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η εξωτερική της πολιτική αντιμετωπίζει προκλήσεις, τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο όσο και στη Λιβύη. Όπως επισημαίνουν διπλωματικές πηγές, η ανακοίνωση για τα θαλάσσια πάρκα έχει και έναν σαφή επικοινωνιακό χαρακτήρα.

Η Άγκυρα, από την πλευρά της, επιμένει ότι σε ημίκλειστες θάλασσες όπως το Αιγαίο απαιτείται συνεργασία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι σκοπεύει να προχωρήσει σε δικές της πρωτοβουλίες. Οι προσεχείς εβδομάδες αναμένονται κρίσιμες, καθώς η τουρκική πλευρά έχει ήδη προαναγγείλει την παρουσίαση περιβαλλοντικών σχεδίων, σε μια προσπάθεια να ισορροπήσει το διπλωματικό πεδίο και να μη μείνει πίσω στον αγώνα των εντυπώσεων.

Τι απομένει λοιπόν από το όραμα των «θαλάσσιων πάρκων ειρήνης»; Το μόνο βέβαιο είναι ότι η Μεσόγειος έχει επείγουσα ανάγκη από διακρατική συνεργασία, καθώς απειλείται από υπεραλίευση, ρύπανση και τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Ωστόσο, οι παρατεταμένες διμερείς διαφορές και οι γεωπολιτικές εντάσεις εμποδίζουν την υλοποίηση ενός σχεδίου που στοχεύει στην υπέρβαση των εθνικών συνόρων.

Στην πράξη, όσο οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τα θαλάσσια πάρκα ως εργαλεία ενίσχυσης της εθνικής τους επιρροής και όχι ως κοινά πεδία ευθύνης, το όραμα του CIESM θα παραμένει περισσότερο μια επιστημονική πρόταση παρά μια πολιτική πράξη. Η Μεσόγειος δεν έχει ανάγκη μόνο από πάρκα ειρήνης — έχει ανάγκη από πολιτική βούληση για ειρήνη. Χωρίς αυτή, ακόμη και οι πιο καλοπροαίρετες πρωτοβουλίες κινδυνεύουν να χαθούν μέσα στον θόρυβο των περιφερειακών ανταγωνισμών.

ΠΗΓΗ:IBNA