MILITAIRE
Τεχεράνη–Πεκίνο: Πιθανή συμφωνία για την ενίσχυση της ιρανικής αεροπορίας
Μετά την κατάπαυση του πυρός που τερμάτισε τον 12ήμερο πόλεμο με το Ισραήλ, η Τεχεράνη εξετάζει το ενδεχόμενο ενίσχυσης της Πολεμικής Αεροπορίας του Ιράν μέσω της αγοράς σύγχρονων μαχητικών αεροσκαφών από την Κίνα, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Entekhab.
Συγκεκριμένα, το Ιράν φέρεται να ενδιαφέρεται για την εξαγωγική εκδοχή του κινεζικού μαχητικού J-10 (Chengdu), αεροσκάφος που έχει ήδη λάβει μέρος σε αερομαχίες στην Ασία, εντός της σύγκρουσης Ινδίας–Πακιστάν, απέναντι σε μαχητικά δυτικής και σοβιετικής τεχνολογίας.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, η επίσκεψη του Ιρανού υπουργού Άμυνας στην κινεζική πόλη Τσινγκντάο — στο πλαίσιο των εργασιών του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ) — περιλάμβανε και συνομιλίες για πιθανή αμυντική συνεργασία. Ωστόσο, μέχρι στιγμής παραμένει ασαφές αν το Πεκίνο είναι διατεθειμένο να προχωρήσει σε πώληση μαχητικών προς την Ισλαμική Δημοκρατία.
Η πολεμική αεροπορία του Ιράν έχει χαρακτηριστεί ως ο «αδύναμος κρίκος» της στρατιωτικής της ισχύος, λόγω του απαρχαιωμένου εξοπλισμού της. Πολλά από τα διαθέσιμα αεροσκάφη, όπως τα F-14 Tomcat, αποκτήθηκαν πριν την Ισλαμική Επανάσταση του 1979 — επί καθεστώτος σάχη και με στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ — και πλέον βρίσκονται σε οριακή επιχειρησιακή κατάσταση. Η συντήρησή τους είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς τα συγκεκριμένα αεροσκάφη έχουν αποσυρθεί από τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ ήδη από το 2006.
Το Ιράν είχε επίσης επιδιώξει την αγορά ρωσικών Su-35, μαχητικών γενιάς 4,5, χωρίς ωστόσο να έχει επιτευχθεί συμφωνία. Αντίθετα, το ιρανικό καθεστώς έδωσε έμφαση σε πυραυλικά συστήματα, drones και στη στήριξη ένοπλων ομάδων της περιοχής, στο πλαίσιο του λεγόμενου «άξονα της αντίστασης».
Η οικονομία του Ιράν παραμένει υπό πίεση λόγω διεθνών κυρώσεων, γεγονός που περιορίζει την πρόσβασή του στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα. Παρ’ όλα αυτά, τα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου — με την Κίνα να φέρεται ως βασικός αποδέκτης, αν και ανεπίσημα — θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μια ενδεχόμενη συμφωνία προμήθειας.
Ο τελευταίος πόλεμος Ιράν–Ισραήλ κορυφώθηκε στις 13 Ιουνίου με μαζικούς ισραηλινούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς που έπληξαν στρατιωτικές και πυρηνικές εγκαταστάσεις στο Ιράν, προκαλώντας σοβαρές απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό, μεταξύ των οποίων ανώτεροι αξιωματικοί, πυρηνικοί επιστήμονες και πολίτες.
Η επίθεση της κυβέρνησης Νετανιάχου αιτιολογήθηκε με τη φερόμενη πρόοδο του Ιράν προς την απόκτηση πυρηνικών όπλων — κάτι που η Τεχεράνη απορρίπτει σταθερά εδώ και δεκαετίες. Η απάντηση του Ιράν ήρθε με μαζικές εκτοξεύσεις πυραύλων και drones, οι περισσότερες από τις οποίες αναχαιτίστηκαν από το Ισραήλ και τους συμμάχους του.
Η κατάπαυση του πυρός επιβλήθηκε στις 24 Ιουνίου, με την παρέμβαση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, δύο ημέρες μετά από χτυπήματα στρατηγικών αμερικανικών βομβαρδιστικών σε τρεις βασικές ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις.
Σύμφωνα με τον τελευταίο επίσημο απολογισμό του Ιράν, οι νεκροί από τον πόλεμο ανέρχονται σε 935, ανάμεσά τους 132 γυναίκες και 38 παιδιά. Από την πλευρά του Ισραήλ, καταγράφηκαν 28 θύματα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της κυβέρνησης Νετανιάχου.
ΠΗΓΗ: MILITAIRE
MILITAIRE
Συμφωνία στρατηγικής αμυντικής συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας και Κατάρ
MILITAIRE
Τι σηματοδοτεί η συμμετοχή της Τουρκίας στο διεθνές Task Force της Γάζας;
Στη Γάζα, μια τέτοια σιωπηλή αλλά καθοριστική στροφή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Η συμμετοχή της Τουρκίας στο υπό διαμόρφωση διεθνές Task Force αποτελεί το μέσο με το οποίο η Άγκυρα επιχειρεί να επανέλθει δυναμικά στο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων — και παράλληλα να ενισχύσει τη θέση της στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό.
Από την περιθωριοποίηση στην επιστροφή
Η απόφαση της Τουρκίας να συμμετάσχει στο Task Force, που συγκροτείται με πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Αιγύπτου, με τη συμμετοχή και του Κατάρ, σηματοδοτεί μια σαφή επιστροφή από την περίοδο διεθνούς απομόνωσης των τελευταίων ετών. Ο μηχανισμός αυτός έχει ως αποστολή την επίβλεψη της εφαρμογής της εκεχειρίας, τη διευκόλυνση της ανταλλαγής αιχμαλώτων και την παρακολούθηση της πρώτης φάσης του σχεδίου, το οποίο περιλαμβάνει και τη σταδιακή αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων.
Ύστερα από σχετικό αίτημα του Ντόναλντ Τραμπ, η Τουρκία καλείται να λειτουργήσει ως δίαυλος επικοινωνίας με τη Χαμάς, συμβάλλοντας στην αποδοχή του πλαισίου της εκεχειρίας. Έτσι, επανέρχεται ως παράγοντας που δεν μπορεί να παραβλεφθεί, επιδιώκοντας να δείξει ότι, ακόμη και όταν δεν βρίσκεται στο προσκήνιο, διαθέτει τα μέσα και την επιρροή για να επηρεάζει τις εξελίξεις.
Η εξωτερική σκηνή ως απάντηση στην εσωτερική πίεση
Η τουρκική στρατηγική γίνεται κατανοητή μόνο μέσα από το πρίσμα της εσωτερικής συγκυρίας. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται αντιμέτωπος με μία από τις πιο δύσκολες πολιτικές φάσεις της εικοσαετούς κυριαρχίας του: ο πληθωρισμός υπερβαίνει το 70%, η κοινωνική δυσαρέσκεια διογκώνεται, ενώ οι ήττες σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη αποκάλυψαν τη φθορά και την κόπωση του εκλογικού σώματος.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η εικόνα της Τουρκίας ως «προστάτιδας των Παλαιστινίων» και «απαραίτητης μεσολαβητικής δύναμης» λειτουργεί ως μέσο συσπείρωσης του εσωτερικού ακροατηρίου και αναπλήρωσης της φθίνουσας πολιτικής νομιμοποίησης. Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι οι διεθνείς πρωτοβουλίες μπορούν να προσφέρουν στο καθεστώς του τη σταθερότητα που πλέον δεν εξασφαλίζουν οι εσωτερικές πολιτικές.
Η Γάζα ως διαπραγματευτικό χαρτί
Η εμπλοκή της Άγκυρας στο Task Force δεν της εξασφαλίζει μόνο εικόνα επιρροής, αλλά της προσφέρει και νέα διαπραγματευτικά όπλα. Η συμμετοχή της στις μεταπολεμικές διαδικασίες μπορεί να μεταφραστεί σε αυξημένο ρόλο στις συνομιλίες για τη μελλοντική αρχιτεκτονική ασφαλείας, την ανοικοδόμηση και τη διαχείριση της ανθρωπιστικής βοήθειας. Παράλληλα, της δίνει τη δυνατότητα να ενισχύσει τη θέση της έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, σε μια συγκυρία όπου παραμένουν ανοιχτά ζητήματα όπως ο εκσυγχρονισμός των F-16 ή ακόμη και η πιθανή επανένταξή της στο πρόγραμμα των F-35.
Παρά τις δηλώσεις Τραμπ ότι είναι πρόθυμος να υποστηρίξει την επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35, τα θεσμικά εμπόδια παραμένουν. Οι κυρώσεις του νόμου CAATSA, οι περιορισμοί του Κογκρέσου και οι ρήτρες της νομοθεσίας NDAA εξακολουθούν να ισχύουν. Η εμπλοκή της Τουρκίας στη Γάζα δεν εγγυάται λύση, αλλά λειτουργεί ως διαπραγματευτικό κεφάλαιο.
Η Ουάσιγκτον αναγνωρίζει τη χρησιμότητα της Τουρκίας ως δίαυλου επικοινωνίας, παραμένει όμως επιφυλακτική λόγω των στενών σχέσεών της με τη Μόσχα και την Τεχεράνη. Από την πλευρά του, το Ισραήλ αντιμετωπίζει με καχυποψία μια χώρα που έχει για χρόνια υιοθετήσει ανοικτά φιλοπαλαιστινιακή στάση. Έτσι, αν και η Άγκυρα βλέπει ένα παράθυρο ευκαιρίας να ανοίγει, αυτό απέχει πολύ από το να συνιστά λευκή επιταγή.
Παράλληλα, στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό αναδύονται φωνές — όπως αυτή του Ντεβλέτ Μπαχτσελί — που προτείνουν μια στρατηγική «τριάδας» συνεργασίας Τουρκίας–Ρωσίας–Κίνας, ως αντίβαρο στη δυτική αρχιτεκτονική. Αν και η πρόταση αυτή δεν εκφράζει επίσημη πολιτική γραμμή, αντανακλά τον αυξανόμενο εθνικιστικό ρεαλισμό και τη διάθεση να διατηρηθούν ανοιχτές όλες οι επιλογές. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η συμμετοχή της Τουρκίας στη Γάζα λειτουργεί και ως μοχλός πίεσης προς τη Δύση, υπενθυμίζοντας ότι η Άγκυρα διαθέτει εναλλακτικές.
Γιατί μας αφορά;
Οι εξελίξεις αυτές δεν συνιστούν ένα απομακρυσμένο κεφάλαιο της Μέσης Ανατολής· επηρεάζουν άμεσα και την Ανατολική Μεσόγειο. Η επιστροφή της Τουρκίας ως ρυθμιστικής δύναμης δεν περιορίζεται στη Γάζα: ενισχύει την επιρροή της στην Ουάσιγκτον, αναβαθμίζει τη θέση της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και της προσφέρει νέα εργαλεία — από τα εξοπλιστικά έως τα ενεργειακά.
Για να αντιληφθούμε τη σημασία της συμμετοχής της Τουρκίας στο Task Force, πρέπει να τη δούμε όχι ως μεμονωμένο περιστατικό, αλλά ως μέρος μιας συνεκτικής στρατηγικής επαναφοράς της στο επίκεντρο των περιφερειακών εξελίξεων. Πρόκειται για μια προσπάθεια αναδιαμόρφωσης των ισορροπιών στην περιοχή, κάτι που αφορά άμεσα και την Ελλάδα και την Κύπρο.
Η πρόσκληση του Τραμπ προς Αθήνα και Λευκωσία να συμμετάσχουν στη διάσκεψη για τη Γάζα δείχνει ότι η μεταπολεμική αρχιτεκτονική δεν θα είναι αποκλειστικό πεδίο των ΗΠΑ, της Τουρκίας, της Αιγύπτου και του Κατάρ. Ενδέχεται, επομένως, να υπάρξει περιθώριο παρέμβασης και για εμάς. Εάν κινηθούμε έξυπνα, η παρουσία μας εκεί μπορεί να συνδεθεί με σταθερές θέσεις υπέρ μιας βιώσιμης αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην περιοχή. Μένει, βέβαια, να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.
ΠΗΓΗ: MILITAIRE .gr
MILITAIRE
Η Τουρκία παίζει το χαρτί των Σπάνιων Γαιών στη γεωπολιτική σκακιέρα
-
#exAformis2 days ago#exAformis | Εκ φύσεως Πολιτικός — με τον Μάριο Πουλλικκά, Δευτέρα 27/10 στις 7μμ
-
#exAformis2 days ago8κομματική βουλή δείχνει η δημοσκόπηση
-
#exAformis2 days agoΣύγκριση αποτελεσμάτων Ιουνίου – Οκτωβρίου 2025
-
Άρθρα Χάρη Θεραπή2 days agoΗ ψευδαίσθηση Ερχιουρμάν: προοδευτικός λόγος ή καμουφλαρισμένος εθνικισμός;
-
Βουλευτικές Εκλογές 20262 days agoΔΗΚΟ – Αποστόλου: Οι όροι για κοινή πορεία στις εκλογές 2026
-
#exAformis2 days agoΧαμηλή ικανοποίηση των πολιτών από το έργο της κυβέρνησης – Κυρίαρχο πρόβλημα η ακρίβεια
-
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ2 days agoΛευκωσία – Παρίσι σε τροχιά στρατηγικής συμμαχίας: Σύντομα στην Κύπρο ο Μακρόν
-
ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ2 days agoΥπουργείο Άμυνας: Ανοιχτές οι αιτήσεις για Στρατιωτικές Ακαδημίες των ΗΠΑ

