Προορίζεται η διχοτομημένη Κύπρος να αποτελέσει «ασπίδα» για ΗΠΑ και Ισραήλ;
Κυπριακό: Από την Ψευδαίσθηση της Διζωνικής (δια)Λύσης στη Γεωστρατηγική Πραγματικότητα της Διχοτόμησης ως Ασπίδας των ΗΠΑ και Ισραήλ
Γράφει ο Κρις Κωνσταντινίδης

Είναι άραγε αδιέξοδη η αναζήτηση λύσης στο Κυπριακό γιατί δεν το επιθυμεί η πολιτική μας ηγεσία; Ή μήπως επιδιώκεται μια συγκεκριμένη μορφή επίλυσης, καθοδηγούμενη από ιδεολογικά πρότυπα; Πρόκειται για δύο παγιωμένες ερμηνείες που αναπαράγονται συστηματικά στον δημόσιο διάλογο. Η πρώτη αποδίδει πρόθεση διατήρησης του αδιεξόδου στους πολιτικούς μας, προκειμένου να διατηρούνται ισορροπίες που τους εξυπηρετούν. Η δεύτερη θεωρεί ότι ορισμένοι ηγέτες επιδιώκουν συγκεκριμένο μοντέλο λύσης, όπως τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, βάσει ιδεολογικών ή κομματικών πεποιθήσεων, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τη γεωπολιτική πραγματικότητα.

Αμφότερες οι εκδοχές είναι στρατηγικά εσφαλμένες. Αγνοούν τις δυναμικές του διεθνούς συστήματος και τις πραγματικές παραμέτρους άσκησης εξωτερικής πολιτικής από ένα μικρό κράτος με περιορισμένα περιθώρια στρατηγικής αυτονομίας. Οι αποφάσεις που αφορούν είτε τη μορφή της λύσης είτε τη διατήρηση του σημερινού στάτους κβο δεν διαμορφώνονται μόνο εντός της χώρας. Επηρεάζονται ουσιωδώς από το διεθνές σύστημα ισχύος, το οποίο περιβάλλει το Κυπριακό ως ζήτημα ασφάλειας και γεωστρατηγικής ισορροπίας. Η εγχώρια πολιτική βούληση έχει μεν ρόλο, αλλά αυτός εκδηλώνεται εντός προκαθορισμένων πλαισίων που επιβάλλουν οι γεωπολιτικές σταθερές και οι προτεραιότητες των ισχυρών δρώντων.

Έχει σημασία η δική μας στάση; Μπορούμε να επηρεάσουμε τις εξελίξεις ή όλα καθορίζονται έξωθεν;

Η απάντηση είναι θετική, αλλά υπό ρεαλιστικούς όρους. Η συμπεριφορά μας, το στρατηγικό μήνυμα που εκπέμπουμε, η συνέπεια και η ανθεκτικότητα που επιδεικνύουμε στο διεθνές πεδίο, διαμορφώνουν σε ένα βαθμό το πώς γινόμαστε αντιληπτοί. Αν και δεν ορίζουμε τους κανόνες του παιχνιδιού, μπορούμε να επηρεάσουμε την «τοποθέτησή» μας εντός αυτού. Το κατά πόσο θα θεωρηθούμε σταθερός εταίρος ή αστάθμητος παράγοντας επηρεάζει άμεσα την έκβαση των γεωπολιτικών επιλογών στο Κυπριακό.

Με απλά λόγια, το πλαίσιο καθορίζεται και από τις παγκόσμιες δυνάμεις, με κυρίαρχους παίκτες τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, ιδιαίτερα μετά την επιδείνωση των σχέσεων Ισραήλ–Τουρκίας και τη σύγκρουση στρατηγικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι ηγεμονικές δυνάμεις οριοθετούν το πλαίσιο, θέτουν τις «κόκκινες γραμμές» και περιορίζουν τα περιθώρια ελιγμών. Η στάση μας, ωστόσο, μπορεί να επηρεάσει την τελική κατεύθυνση: εάν μας δουν ως σταθερό παράγοντα, μπορεί να μας συμπεριλάβουν· εάν μας θεωρήσουν αναξιόπιστους, ίσως απλώς διαχειριζόμαστε τα τετελεσμένα.

Αλλάζει στρατηγική η Δύση στο Κυπριακό;

Η Διάσκεψη του Κραν Μοντανά το 2017 αποτυπώνει αυτή την αλλαγή. Αν και η τουρκική αδιαλλαξία ήταν σαφής, η έκβαση της διαδικασίας δεν καθορίστηκε από την ελληνοκυπριακή «σκληρότητα», αλλά από την αλλαγή στάσης των διεθνών κέντρων ισχύος. Οι πιέσεις για επίλυση είχαν μειωθεί, ενώ η επιμονή στη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία είχε πάψει να είναι στρατηγική προτεραιότητα. Η αποτυχία της διάσκεψης δεν σηματοδότησε το τέλος των διαπραγματεύσεων, αλλά την έναρξη μιας νέας φάσης.

Κατά την άποψή μου, η νέα «κατευθυντήρια γραμμή» είναι η επίσημη δρομολόγηση μιας διχοτόμησης με γεωστρατηγικό προσανατολισμό.

Όσοι στήριξαν διαχρονικά το μοντέλο της ΔΔΟ φέρουν ιστορική ευθύνη, διότι ενίσχυσαν την αντίληψη ότι ο κυπριακός ελληνισμός είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί συμβιβασμούς που ευνοούν την Τουρκία. Μια τέτοια εντύπωση δημιουργεί ανησυχία στο Ισραήλ και στον ευρύτερο δυτικό συνασπισμό για το ενδεχόμενο κυπριακής υποταγής σε τουρκικά συμφέροντα.

Πιο συγκεκριμένα, αυτό ενισχύει τη δυσπιστία απέναντί μας. Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ θεωρούν πλέον πιο ασφαλές σενάριο μια επίσημη διχοτόμηση, ώστε:

Α) να προστατεύονται οι ενεργειακές υποδομές (όπως ο EastMed και η ηλεκτρική διασύνδεση) από τουρκικές παρεμβολές,
Β) να αποφεύγεται η τουρκική διείσδυση μέσω ενός ενοποιημένου, αλλά ομόσπονδου κυπριακού κράτους,
Γ) να εμποδιστεί η Τουρκία –που δεν ανήκει πια σε σαφές στρατόπεδο– από το να χρησιμοποιήσει την Κύπρο ως στρατηγικό μοχλό,
Δ) να υποστηριχθεί η εναλλακτική αρχιτεκτονική διαδρόμων (όπως ο IMEC), με την Κύπρο ως αξιόπιστο κρίκο κι όχι ως ζώνη αβεβαιότητας.

Συνοψίζοντας, οι ξένες δυνάμεις δεν επιδιώκουν τη διχοτόμηση επειδή το επιθυμούν, αλλά επειδή δεν μας εμπιστεύονται να σταθούμε αυτόνομα. Επικρατεί η αντίληψη ότι αποτελούμε στρατηγικό ρίσκο λόγω της σταθερής προσήλωσης στη ΔΔΟ και της κατευναστικής μας προσέγγισης.

Ο κατευνασμός, σύμφωνα με τη στρατηγική θεωρία, δεν οδηγεί στην ειρήνη. Αντιθέτως, θρέφει την επιθετικότητα, ενισχύει τον αναθεωρητισμό και αποδυναμώνει την αποτροπή, παρατείνοντας την ανασφάλεια μέσα από ψευδαισθήσεις διπλωματικής εξομάλυνσης.

Επιδιώκει πραγματικά η Άγκυρα τα δύο κράτη;

Η Τουρκία, αν και δημοσίως σήμερα υπερασπίζεται τη διχοτόμηση, ουδέποτε εγκατέλειψε τον στόχο της πλήρους γεωστρατηγικής επιρροής σε ολόκληρη την Κύπρο. Δεν επιδιώκει την αναγνώριση του ψευδοκράτους – το ελέγχει ήδη de facto. Ο πραγματικός στόχος είναι να καταστεί κυρίαρχος στον Βορρά και «εταίρος» στον Νότο, μέσα από ένα αναγνωρισμένο διζωνικό πλαίσιο.

Αυτό αποδεικνύεται και από τη διαχρονική στάση του Ηνωμένου Βασιλείου, που στηρίζει το μοντέλο της ΔΔΟ όχι από αρχές, αλλά επειδή εξυπηρετεί τα δικά του στρατηγικά συμφέροντα, ιδιαίτερα την επιβίωση των κυρίαρχων βάσεών του. Το 2004, η απομάκρυνση του Ντενκτάς –ο οποίος αντιστεκόταν στο μοντέλο της συνδιαχείρισης και προτιμούσε καθαρή διχοτόμηση– υπήρξε τακτική επιλογή της Άγκυρας σε συνεργασία με τη Βρετανία, ώστε να περάσουν ευκολότερα το αφήγημα της «ομοσπονδιακής συνύπαρξης» ως μέσου στρατηγικής νομιμοποίησης της κατοχής.

Γιατί, λοιπόν, η Τουρκία προβάλλει τη λύση των δύο κρατών;

Η επίκληση της διχοτόμησης αποτελεί τακτική πίεσης και ψυχολογικών επιχειρήσεων. Η Τουρκία επιδιώκει να περάσει δύο βασικά μηνύματα:

Πρώτον, ότι η άρνηση αποδοχής της ΔΔΟ οδηγεί σε «χειρότερες» προτάσεις, ώστε να παρουσιαστεί η ομοσπονδία ως το «μικρότερο κακό». Έτσι μας ωθεί να την αποδεχθούμε με ανακούφιση, έχοντας στο μεταξύ παραχωρήσει κρίσιμα ανταλλάγματα.

Δεύτερον, η απειλή της διχοτόμησης λειτουργεί εκβιαστικά προς την κοινωνία. Χτυπά στον πυρήνα της συλλογικής επιθυμίας για επιστροφή στις πατρογονικές εστίες, ώστε να ενισχυθεί η πίεση προς το κράτος για συμβιβασμό.

Η τουρκική τακτική, λοιπόν, δεν σηματοδοτεί αλλαγή στόχου, αλλά επιβεβαίωση της στρατηγικής της συνέπειας. Το ψευδοκράτος είναι εργαλείο για την επίτευξη γεωστρατηγικού ελέγχου, μέσω ψυχολογικής και πολιτικής υπεροχής.

Ποια είναι η στρατηγική διέξοδος για την Κυπριακή Δημοκρατία;

Μέσα σε ένα ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον, η Κύπρος πρέπει να κινηθεί με στρατηγική εξισορρόπησης. Πρώτον, να ενισχύσει την αποτρεπτική της ικανότητα, ώστε οποιαδήποτε αναθεωρητική τουρκική κίνηση να έχει σοβαρό κόστος. Δεύτερον, να εγκαταλείψει το μοντέλο της διζωνικής λύσης και να διεκδικήσει την επανένταξη των Τουρκοκυπρίων στη Δημοκρατία, ως ισότιμους πολίτες ενός ευρωπαϊκού κράτους. Η επιλογή πρέπει να είναι σαφής: ή πλήρης υπαγωγή στην Άγκυρα ή ένταξη στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Αυτή είναι η μόνη στρατηγική επιλογή που διασφαλίζει τη συνέχεια του κράτους. Ίσως τότε, αν αναδείξουμε τέτοια στρατηγική σταθερότητα, να αναθεωρηθούν οι επιλογές των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Μόνον έτσι μπορεί να ανακοπεί η πορεία προς την επίσημη διχοτόμηση.

ΠΗΓΗ: MILITAIRE