Τη χειρότερη κρίση χρέους στην ιστορία τους αντιμετωπίζουν οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες παγκοσμίως. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που εκπονήθηκε από την ομάδα εκστρατείας Debt Relief International για λογαριασμό της οργάνωσης «Νορβηγική Εκκλησιαστική Βοήθεια», περισσότερες από εκατό αναπτυσσόμενες χώρες αδυνατούν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Οπως εκτιμάται, σχεδόν ο μισός προϋπολογισμός των περισσότερων εξ’ αυτών των χωρών, δαπανάται για την αποπληρωμή των πιστωτών τους. Σε αυτούς τους πιστωτές συμπεριλαμβάνονται κατά κύριο λόγο ιδιωτικοί ομολογιούχοι, η Παγκόσμια Τράπεζα και η Κίνα. Οι περικοπές στις δημόσιες επενδύσεις, την κοινωνική προστασία και στα μέτρα για την κλιματική κρίση είναι τεράστιες κι ενώ η ανισότητα συνεχώς διευρύνεται. Η άμεση ελάφρυνση του χρέους σύμφωνα με την έρευνα είναι πιο αναγκαία από ποτέ, αφού οι συνθήκες χειροτέρεψαν και εξαιτίας της υγειονομικής πανδημίας.
«Μακροχρόνια κρίση που θα παραμείνει»
Βάσει όσων αναγράφονται στην επίμαχη έρευνα, το 2024, η εξυπηρέτηση του χρέους απορροφά κατά μέσο όρο το 41,5% των εσόδων του προϋπολογισμού, το 41,6% των δαπανών και το 8,4% του ΑΕΠ σε περισσότερες από εκατό αναπτυσσόμενες χώρες. Οπως αναγράφεται στην έρευνα, αυτοί οι αριθμοί «είναι πολύ υψηλότεροι από εκείνους πριν από την ελάφρυνση που δόθηκε στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1980 και στις Βαριά Υπερχρεωμένες Φτωχές Χώρες (HIPC) από το 1996».
Εξόχως σημαντικό είναι ότι αυτές οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους, υπερβαίνουν κατά πολύ όλες τις κοινωνικές δαπάνες. Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, ότι είναι κατά μέσο όρο «2,7 φορές υψηλότερες από τις δαπάνες για την εκπαίδευση, 4,2 φορές υψηλότερες από τις δαπάνες για την υγεία, 11 φορές υψηλότερες από τις δαπάνες για την κοινωνική προστασία και 54 φορές υψηλότερες από τις δαπάνες για την κλιματική προσαρμογή».
Το ακόμη πιο δυσοίωνο σύμφωνα με την έρευνα, είναι ότι πρόκειται για μια μακροπρόθεσμη κρίση, με υψηλή εξυπηρέτηση του χρέους και βάρη «που προβλέπεται από το ΔΝΤ ότι θα παραμείνουν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2030». Αυτό σημαίνει ότι ούτε η προσωρινή αναβολή της εξυπηρέτησης των χρεών μπορεί να επιλύσει την κρίση. Αλλωστε, βάσει της έρευνας, οι πιστωτές στους οποίους οφείλονται τα χρέη είναι τόσο διαφοροποιημένοι, που η ουσιαστική ελάφρυνση θα απαιτήσει τη συμμετοχή εξωτερικών και εσωτερικών ομολογιούχων και σε ορισμένες περιπτώσεις και των πολυμερών πιστωτών.
Υποχρεώσεις που ξεπερνούν το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια
Αυτή η νέα κρίση χρέους, που είναι σύμφωνα με την έρευνα «η πιο σοβαρή που έχουν αντιμετωπίσει ποτέ οι αναπτυσσόμενες χώρες», συσσωρεύεται εδώ και περίπου μια δεκαετία. Οπως αναφέρεται, ωθήθηκε αρχικά από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-09 και την πτώση των τιμών των βασικών εμπορευμάτων την περίοδο 2014-16. Επειτα, η πανδημία της Covid-19 επιδείνωσε την κρίση, με αποτέλεσμα στα τέλη του 2023, οι χώρες σε όλες τις αναπτυσσόμενες περιοχές –εκτός της Ευρώπης-, να αντιμετωπίζουν «υπερβολικό μέσο βάρος χρέους». Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με την έρευνα, οι πραγματικές και δυνητικές υποχρεώσεις πολλών χωρών, εξαιτίας συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ξεπερνούν το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι οι χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο, «δεν είναι εκείνες που είχαν λάβει προηγουμένως ελάφρυνση χρέους, αλλά εκείνες που είχαν υπερβολική πρόσβαση στις παγκόσμιες και εθνικές κεφαλαιαγορές μετά το 2010». Συνολικά, μόλις 33 από τις συνολικά 151 αναπτυσσόμενες χώρες που αξιολογήθηκαν δεν έχουν κανένα πρόβλημα χρέους.
Ενα επιπλέον βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι πιστωτές έχουν αλλάξει σημαντικά από το 2000. Μερίδα χρέους «προς την Κίνα και τις παγκόσμιες αγορές ομολόγων έχει επίσης αυξηθεί ραγδαία», κι ενώ οι πολυμερείς πιστωτές -ειδικά η Παγκόσμια Τράπεζα-, κατέχουν συνολικά το 46% αυτών των χρεών.
Το κοινό πλαίσιο της G20
Προκειμένου να αντιμετωπίσει την ολοένα και αυξανόμενη κρίση, το 2020 η G20 εγκαινίασε ένα κοινό πλαίσιο, προκειμένου να επιταχυνθεί και να απλοποιηθεί η διαδικασία ελάφρυνσης του χρέους. Δεδομένου όμως ότι μεγάλο μέρος του χρέους είναι προς την Κίνα και ιδιώτες ομολογιούχους, η πρόοδος αυτού του του κοινού πλαισίου, προς το παρόν κινείται με πολύ αργούς ρυθμούς.
Αλλωστε, βάσει της έκθεσης, το κοινό πλαίσιο που συμφώνησε η G20, «υπολείπεται κατά πολύ των προσδοκιών όσον αφορά την έγκαιρη εφαρμογή, τη συμμετοχή των πιστωτών και την κλίμακα της παρεχόμενης ελάφρυνσης». Δεδομένου ότι βάσει αυτού του πλαισίου, οι χώρες θα εξακολουθούσαν να πληρώνουν κατά μέσο όρο το 48% των εσόδων του προϋπολογισμού τους για την εξυπηρέτηση μετά την ελάφρυνση, οι χώρες που υπέβαλαν αίτηση για να ενταχθούν στη διαδικασία ήταν λίγες.
Μέτρα για τη μείωση της ανισότητας
Παρά τους συχνά αντίθετους ισχυρισμούς, περίπου οι μισοί από τους περίπου 18,6 εκατομμύρια θανάτους που καταγράφηκαν εξαιτίας της πανδημίας Covid-19, σημειώθηκαν στον παγκόσμιο Νότο.
Οι οικονομικές επιπτώσεις ήταν άμεσες: στην πλειοψηφία των αναπτυσσόμενων χωρών –εκτός από της ανατολική Ασία-, ανακλήθηκαν σύντομα τα μέτρα υγειονομικής προστασίας, επειδή σε διαφορετική περίπτωση «εκατομμύρια άνθρωποι θα οδηγούνταν στη φτώχεια». Η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη την ίδια περίοδο, εξαιτίας της κατάρρευσης της ζήτησης από τις αγορές των πλουσιότερων χωρών για τις εξαγωγές και τον τουρισμό αυτών των χωρών.
Παράλληλα, ιδιαίτερο πρόβλημα παρουσιάζεται εξαιτίας της ανισότητας που έχει αυξηθεί απότομα στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς «οι πλουσιότεροι συνεχίζουν να συσσωρεύουν περιουσίες που βασίζονται σε κέρδη από χρηματοοικονομικές επενδύσεις, ακίνητα και κληρονομιές, ενώ οι φτωχότεροι πολίτες δεν διαθέτουν τέτοια περιουσιακά στοιχεία».
Σύμφωνα με την έρευνα, οι πιο αποτελεσματικοί τρόποι για τη μείωση της ακραίας φτώχειας και της ανισότητας, είναι η δημιουργία καθολικά δωρεάν δημόσιων υπηρεσιών, ιδίως στην εκπαίδευση, την υγεία και την κοινωνική προστασία. Προτείνεται επίσης η ενίσχυση των εργασιακών δικαιωμάτων –ιδίως για τις γυναίκες-, συμπεριλαμβανομένων των υψηλότερων κατώτατων μισθών και της επισημοποίησης των συμβάσεων εργασίας. Μέρος αυτών των στόχων, «μπορεί να προέλθει από την προοδευτική φορολογία, διασφαλίζοντας ότι όλοι οι πολίτες φέρουν το δίκαιο μερίδιό τους από το φορολογικό βάρος».
Προτάσεις για την ελάφρυνση του χρέους
Στη μελέτη προτείνεται μια σειρά μέτρων που θα μπορούσαν να δώσουν λύση στη μαζική κρίση χρέους που αντιμετωπίζουν οι αναπτυσσόμενες χώρες. Κάποιες από τις βασικές προτάσεις είναι ότι η ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να είναι διαθέσιμη σε χώρες όλων των εισοδηματικών επιπέδων και περιφερειών, προσαρμοσμένη στις ανάγκες τους. Επίσης, αυτή η ελάφρυνση θα πρέπει να παρέχεται γρήγορα και με άμεση αναστολή πληρωμών όταν μια χώρα υποβάλλει αίτηση για ελάφρυνση.
Προτείνεται επίσης η ελάφρυνση του χρέους «να συμπεριλαμβάνει όλους τους πιστωτές, αξιοποιώντας νομικά και κανονιστικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν με επιτυχία στο παρελθόν».
Παράλληλα, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος μελλοντικών κρίσεων χρέους, η μελέτη συνιστά μεταξύ άλλων, η ελάφρυνση του χρέους και ο νέος δανεισμός να καταστούν πλήρως διαφανείς και υπόλογοι στα κοινοβούλια, τους πολίτες και τις ελεγκτικές υπηρεσίες στις αναπτυσσόμενες χώρες και στις χώρες- πιστωτές. Επίσης, προτείνεται η τροποποίηση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς «για την αποτροπή του διεφθαρμένου ή ληστρικού δανεισμού», καθώς και η δραστική ενίσχυση των προσπαθειών για την ανάπτυξη της ικανότητας των αναπτυσσόμενων χωρών να διαπραγματεύονται την ελάφρυνση του χρέους και τον νέο δανεισμό.
Πηγή: Kathimerini
Comments are closed for this post.