Η εξωτερική πολιτική ενός κράτους δεν ασκείται με τη διατύπωση ερωτημάτων δημοσίως χωρίς να δίνονται ταυτόχρονα και οι απαντήσεις, αλλά με την εκ των προτέρων χάραξη μιας συγκεκριμένης  στρατηγικής που εξυπηρετεί πρωτίστως τα εθνικά συμφέροντα και την εθνική ασφάλεια της Χώρας.

Και ειδικά όταν πρόκειται για την Ελλάδα η οποία στις πρόσφατες συναντήσεις του Παρισιού και του Λονδίνου για το εν λόγω θέμα, όχι μόνο αγνοήθηκε παντελώς αλλά ούτε καν προσκλήθηκε να συμμετέχει!

Ούτε βέβαια ασκείται εξωτερική πολιτική με το να θέτεις δημόσια ερωτήματα για τις προθέσεις της Τουρκίας να αποστείλει στρατεύματα στην Ουκρανία, όταν στη Χώρα σου έχεις μια ανοιχτή πληγή μισού αιώνα που λέγεται κυπριακό!

Θα ήταν σαφώς προτιμότερο και επιτακτικότερο να ασχοληθείς με την πρόθεση των ευρωπαίων εταίρων μας, να συμπεριλάβουν τον τουρκικό στρατό στον υπό συζήτηση ευρωπαϊκό στρατό και κατ´επέκταση στην ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια.

Και τούτο διότι πρόκειται για μία Χώρα η οποία είναι κατοχική δύναμη επί 50 χρόνια σε ένα κράτος μέλος της ευρωπαΐκής ένωσης και παράλληλα διατηρεί εν ιαχύ μία casus belli εναντίον της Ελλάδας τα τελευταία 30 χρόνια.

Πολύ δε περισσότερο, οφείλεις να μαθαίνεις από τα λάθη του παρελθόντος, να διορθώνεις τις κινήσεις σου και να προσαρμόζεσαι στα νέα γεωπολιτικά δεδομένα.

Με άλλα λόγια, η Ελλάδα ορθώς καταδίκασε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά στην πορεία του τριετούς ρωσοουκρανικού πολέμου υπέπεσε σε μία σειρά σοβαρών λαθών με ατυχείς πολιτικές δηλώσεις και πρωτοβουλίες, οι οποίες κατέστρεψαν (ανεπιστρεπτί;) τις φιλικές διπλωματικές σχέσεις αιώνων μεταξύ των δύο κρατών … και που δυστυχώς  συνεχίζονται ακόμη και σήμερα με την απαγόρευση πρόσκλησης Ρώσων διπλωματών στις εκδηλώσεις της επερχόμενης εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου!

Επιπλέον, δεν μπορείς να αγνοείς την ολική ανατροπή της υφιστάμενης κατάστασης και τη δημιουργία νέων γεωπολιτικών δεδομένων που απορρέουν από τις απευθείας συνομιλίες μεταξύ των δύο παγκόσμιων υπερδυνάμεων, οι οποίες κινούνται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της σχεδόν ανύπαρκτης ηγεσίας της ευρωπαϊκής ένωσης.

Και, τέλος, όλοι εσείς οι σπουδαίοι ευρωπαίοι ηγετίσκοι που επιθυμείτε με κάθε τρόπο τη συνέχεια του ρωσοουκρανικού πολέμου και την αποστολή ευρωπαϊκών στρατευμάτων στα πεδία των μαχών, έχετε σκεφθεί να ρωτήσετε τους λαούς σας αν επιθυμούν πόλεμο η ειρήνη; Ή μήπως το αποφεύγετε επειδή έχετε περί πολλού τις εισηγήσεις των εκπροσώπων των πολεμικών βιομηχανιών και λοιπών μεσαζόντων;

*Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου,  Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας και  απόφοιτος των Σχολών Εθνικής Άμυνας και Εθνικής Ασφάλειας.

ΠΗΓΗ: MILITAIRE