Καταλυτική ήταν η συμβολή των δύο ισραηλινών αεροσκαφών τύπου C-130 το βράδυ της Τετάρτης, στην κρίσιμη μάχη κατά της μεγάλης πυρκαγιάς στην ορεινή Λεμεσό. Οι ρίψεις επιβραδυντικού υγρού πάνω από την περιοχή του Ομόδους δεν ενίσχυσαν απλώς τις κυπριακές δυνάμεις πυρόσβεσης, αλλά θεωρούνται καθοριστικές για την αποτροπή εξάπλωσης της φωτιάς προς την καρδιά του Τροόδους.
Τα χημικά επιβραδυντικά που χρησιμοποιήθηκαν αποτελούν ειδικά διαμορφωμένα μίγματα – κυρίως με βάση φωσφορικά άλατα αμμωνίου – και αξιοποιούνται ευρέως σε δασικές πυρκαγιές. Ο βασικός τους ρόλος είναι η δημιουργία μιας προστατευτικής ζώνης εμπρός από το μέτωπο της φωτιάς, η οποία επιβραδύνει τη φλόγα, μειώνει την έντασή της και παρέχει κρίσιμο χρόνο στις επίγειες δυνάμεις να παρέμβουν πιο αποτελεσματικά.
Η χρήση τέτοιων υλικών είναι διεθνώς καθιερωμένη πρακτική σε χώρες με εκτεταμένη εμπειρία στις δασικές πυρκαγιές, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Αυστραλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία. Σε περιοχές όπου το νερό δεν επαρκεί ή απαιτείται άμεση ανάσχεση της φωτιάς – κυρίως σε περιαστικές και ορεινές ζώνες – το επιβραδυντικό λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας.
Ένα από τα πιο ευρέως διαδεδομένα επιβραδυντικά είναι τα προϊόντα της σειράς Phos-Chek, όπως το LC‑95A, που παρασκευάζονται στις ΗΠΑ. Περιέχουν φωσφορικά και θειικά άλατα, πηκτικά υλικά και φυσικές χρωστικές, με την χαρακτηριστική κόκκινη απόχρωση να διευκολύνει την οπτική παρακολούθηση της ρίψης από αέρος.
Οι εναέριες επιχειρήσεις κατάσβεσης πυρκαγιών με τέτοια υλικά γίνονται με ειδικά αεροσκάφη τύπου Ι (άνω των 12.000 λίτρων) ή τύπου ΙΙ (4.000–12.000 λίτρων). Οι ρίψεις δημιουργούν φραγμούς πυρός, που εμποδίζουν την εξάπλωση της φωτιάς προς κατοικημένες περιοχές ή ευαίσθητα σημεία υποδομής. Το επιβραδυντικό διατηρεί τη δράση του ακόμη και μετά την εξάτμιση του νερού, παρατείνοντας τη δυνατότητα ελέγχου από τις επίγειες δυνάμεις και μειώνοντας την ανάγκη για συχνές επαναληπτικές ρίψεις.
Ωστόσο, η χρήση τέτοιων υλικών δεν είναι χωρίς περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Έρευνες σε ΗΠΑ και Αυστραλία έχουν δείξει ότι η μακροχρόνια έκθεση ορισμένων περιοχών σε επιβραδυντικά υλικά μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα φωσφορικών και βαρέων μετάλλων στο έδαφος ή στους υδάτινους πόρους, όπως κάδμιο, χρώμιο ή βανάδιο. Ιδιαίτερα ευάλωτοι είναι οι υδρόβιοι οργανισμοί, γεγονός που έχει οδηγήσει στη θέσπιση αυστηρών πρωτοκόλλων, τα οποία απαγορεύουν τις ρίψεις σε προστατευόμενες ή ευαίσθητες περιοχές – εκτός αν απειλούνται άμεσα ανθρώπινες ζωές ή κατοικίες.
Η σημασία για την Κύπρο
Η επιχείρηση ρίψης επιβραδυντικού στο Όμοδος, το βράδυ της Τετάρτης, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της στρατηγικής αξίας αυτής της μεθόδου. Η γραμμή που άφησαν πίσω τους τα ισραηλινά C-130 δεν λειτούργησε απλώς ως φραγμός της φωτιάς· έδωσε πολύτιμο χρόνο στις επίγειες δυνάμεις και περιόρισε το ενδεχόμενο η πυρκαγιά να περάσει ανεξέλεγκτη προς το Τρόοδος.
Πρόκειται για μια τεχνογνωσία που μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί περαιτέρω στην Κύπρο – πάντοτε όμως με περιβαλλοντική σύνεση και στρατηγικό σχεδιασμό, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Η εμπειρία της ορεινής Λεμεσού ίσως αποτελέσει αφορμή για επανεξέταση των δυνατοτήτων και των εργαλείων που διαθέτει η Κυπριακή Δημοκρατία για την πρόληψη και την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων, σε μια εποχή που οι πυρκαγιές λόγω κλιματικής κρίσης γίνονται όλο και πιο απρόβλεπτες και καταστροφικές.
Be the first to write a comment.