Η πρόσφατη απόφαση του ΝΑΤΟ να καλέσει τα κράτη-μέλη να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ, δημιουργεί σημαντικές ευκαιρίες για την τουρκική αμυντική βιομηχανία. Η Άγκυρα εκτιμά ότι, υπό αυτό το νέο πλαίσιο, μπορεί να διαθέσει έως και 200 δισεκατομμύρια δολάρια σε αμυντικές επενδύσεις μέσα στην επόμενη δεκαετία, με ίδιους πόρους και εθνικό σχεδιασμό.
Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ που πραγματοποιήθηκε στη Χάγη τον Ιούνιο, τα μέλη συμφώνησαν να κατανείμουν το 3,5% του ΑΕΠ τους για τις βασικές αμυντικές δαπάνες και το 1,5% για υποδομές και επενδύσεις που συνδέονται με την άμυνα και την ασφάλεια. Η Τουρκία, με ήδη προϋπολογισμένα 45 δισ. δολάρια για την άμυνα το 2024 (ποσοστό 3,46% του ΑΕΠ), εκτιμάται ότι μπορεί να αυξήσει τις δαπάνες της κατά 20 δισ. δολάρια ετησίως.
Ειδικοί επισημαίνουν ότι η Τουρκία καλείται τώρα να καθορίσει στρατηγικές προτεραιότητες και να αποφύγει αστοχίες προηγούμενων δεκαετιών στον σχεδιασμό και την προμήθεια αμυντικού εξοπλισμού. Το ενδιαφέρον στρέφεται πλέον σε τομείς όπως η ρομποτική, ο κυβερνοπόλεμος και το διάστημα, που έως σήμερα δεν είχαν αξιοποιηθεί επαρκώς. Παράλληλα, η χώρα σκοπεύει να επιταχύνει προγράμματα όπως το μαχητικό πέμπτης γενιάς MMU Kaan, το σύστημα αεράμυνας Steel Dome, το άρμα Altay και τα εθνικά προγράμματα πλοίων και υποβρυχίων.
Ο αναλυτής άμυνας Οζγκούρ Εκσί σημειώνει ότι η νέα πολιτική του ΝΑΤΟ θυμίζει την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όταν τα κράτη-μέλη δαπανούσαν υψηλά ποσοστά του ΑΕΠ για άμυνα. Υποστηρίζει επίσης ότι η Τουρκία ήδη πληροί ειδικές δεσμεύσεις απέναντι στο ΝΑΤΟ, όπως η ανάπτυξη αμφίβιων δυνατοτήτων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το πλοίο TCG Anadolu, το οποίο κατασκευάστηκε σε συνεργασία με την Ισπανία και εντάχθηκε στο ναυτικό το 2023.
Η Τουρκία περιλαμβάνει στις αμυντικές της δαπάνες όχι μόνο τον στρατό, αλλά και σώματα ασφαλείας όπως η αστυνομία, η χωροφυλακή, η ακτοφυλακή και η υπηρεσία πληροφοριών MIT. Τα σώματα αυτά εμπλέκονται ενεργά σε αποστολές εσωτερικής και συνοριακής ασφάλειας, όπως η καταπολέμηση της διακίνησης και της τρομοκρατίας, γεγονός που η Άγκυρα θεωρεί ότι πρέπει να αναγνωριστεί ως μέρος των αμυντικών της επενδύσεων – μια προσέγγιση που ενδέχεται να υιοθετήσουν και άλλες χώρες.
Ένας συνταξιούχος υπαξιωματικός του τουρκικού στρατού, που υπηρέτησε τόσο σε πλοία όσο και σε γραφεία στρατηγικού σχεδιασμού, τόνισε ότι η χώρα χρειάζεται όπλα για άμυνα αλλά και για προβολή ισχύος, επισημαίνοντας ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί σε έρευνα και ανάπτυξη σε ρομποτική, διαστημική τεχνολογία και κυβερνοχώρο. Τα ρομποτικά συστήματα, όπως είπε, μπορούν να μειώσουν το ανθρώπινο ρίσκο, ενώ οι δορυφορικές τεχνολογίες είναι κρίσιμες για την ανεξαρτησία του στρατηγικού σχεδιασμού.
Η εταιρεία Baykar, γνωστή για τα drones TB2 και Akinci, προχωρά μέσω της θυγατρικής της Fergani Space σε ανάπτυξη και εκτόξευση δορυφόρων, με στόχο τη δημιουργία ενός αυτόνομου τουρκικού συστήματος γεωεντοπισμού. Ο πρώτος της δορυφόρος, FGN-100-d1, εκτοξεύθηκε τον Ιανουάριο του 2024. Η κυβέρνηση σχεδιάζει επίσης τη σύσταση ανεξάρτητου οργανισμού κυβερνοασφάλειας, στα πρότυπα της NSA και της GCHQ.
Παράλληλα, η χώρα επιδιώκει να ενισχύσει τις δυνατότητές της στον κυβερνοπόλεμο, με στόχο την προστασία κρίσιμων υποδομών. Οι αυξανόμενες κυβερνοεπιθέσεις και παραβιάσεις δεδομένων ενισχύουν την ανάγκη για επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα.
Ο Εκσί σημειώνει ότι η τουρκική αεροπορία και οι χερσαίες δυνάμεις αντιμετωπίζουν διαφορετικές προκλήσεις λόγω της εξάρτησής τους από αμερικανικά συστήματα και των περιορισμών που προκάλεσαν οι κυρώσεις των ΗΠΑ. Η Τουρκία, αποκλεισμένη από το πρόγραμμα των F-35 λόγω της αγοράς των S-400, στρέφεται στην ανάπτυξη δικών της πλατφορμών, όπως το εκπαιδευτικό αεροσκάφος Hurjet και σύγχρονα drones.
Το πρόγραμμα Altay, για την κατασκευή σύγχρονων αρμάτων μάχης, παρουσιάζει καθυστερήσεις, αλλά αναμένεται να εισέλθει σε φάση παραγωγής έως το 2026. Επιπλέον, το πρόγραμμα Steel Dome προχωρά με έμφαση στην ενίσχυση της αντιαεροπορικής άμυνας, τόσο σε μεγάλες όσο και σε κοντινές αποστάσεις, για την προστασία από μικρού τύπου drones – ένα μάθημα που προκύπτει και από την πρόσφατη εμπειρία του πολέμου στην Ουκρανία.
Τέλος, αξιωματικοί υπογραμμίζουν την ανάγκη τα πρόσθετα κονδύλια να επεκταθούν και στην αναβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων. Οι ελλείψεις σε στέγαση και οι αυξημένες πιέσεις έχουν ωθήσει μέρος του στρατιωτικού προσωπικού σε πρόωρη αποχώρηση, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο τη διατήρηση της επιχειρησιακής ετοιμότητας. Όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε, «ο εξοπλισμός είναι σημαντικός, αλλά ακόμα πιο σημαντικός είναι ο άνθρωπος που τον χειρίζεται».
Πηγή: MILITAIRE
Be the first to write a comment.