Η κλιμακούμενη αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ δεν διεξάγεται μόνο στα πεδία μάχης της Ουκρανίας ή στους διαδρόμους της διπλωματίας, αλλά και στα κρατικά ταμεία. Οι αμυντικές δαπάνες των δύο πλευρών αυξάνονται ραγδαία, σε βαθμό που τίθεται πλέον το ερώτημα: ποιος θα λυγίσει πρώτος υπό το βάρος των οικονομικών συνεπειών;
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Σύμφωνα με τα ινστιτούτα IISS και SIPRI, οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας αυξήθηκαν κατά περίπου 40% μόνο το 2024, ενώ από το 2015 έχουν υπερδιπλασιαστεί. Αντίστοιχα, οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες έχουν αυξηθεί κατά 50% σε σχέση με το 2014, με άλμα 12% μόνο το 2024.
Στον πυρήνα αυτής της στρατιωτικής κλιμάκωσης βρίσκονται δύο καθοριστικά γεγονότα: η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 και η πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία το 2022. Οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και οι εντάσεις στη Νότια Σινική Θάλασσα προσέθεσαν νέο βάθος και γεωγραφική επέκταση στην ήδη διαμορφωμένη δυναμική εξοπλισμού.
Από το 2% στο 5%: Η νέα νατοϊκή δέσμευση
Από τα 32 κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, 22 έπιασαν το 2023 τον στόχο του 2% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες – ένας στόχος που πριν από λίγα χρόνια φάνταζε ανέφικτος για τους περισσότερους. Ωστόσο, η Σύνοδος Κορυφής της Χάγης τον Ιούνιο 2025 ανέβασε τον πήχη ακόμη ψηλότερα: πλέον τίθεται ως νέος «οδηγός» το 5% του ΑΕΠ, ως μακροπρόθεσμος στόχος μέχρι το 2035.
Παρότι πρόκειται ενδεχομένως για περισσότερο συμβολική ή πολιτική δήλωση πρόθεσης παρά για άμεση δέσμευση, η αναφορά στο 5% σηματοδοτεί σαφώς μια αλλαγή φιλοσοφίας: από την αποτροπή στη στρατιωτική υπεροχή. Το ΝΑΤΟ δίνει πια έμφαση στην ενεργή προετοιμασία, στη σκληρή ισχύ και στη διαρκή ετοιμότητα.
Η οικονομική διάσταση
Σε απόλυτα μεγέθη, οι ΗΠΑ παραμένουν ο μακράν μεγαλύτερος παίκτης στον παγκόσμιο εξοπλιστικό χάρτη, με στρατιωτικό προϋπολογισμό σχεδόν 1 τρισ. δολαρίων. Η Κίνα ακολουθεί με περίπου 230 δισ. και η Ρωσία με 150 δισ., με την ουκρανική οικονομία να διοχετεύει περίπου το 34% του ΑΕΠ της στην άμυνα.
Ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι διαφορές αγοραστικής δύναμης, η ανισορροπία παραμένει συντριπτική υπέρ της Δύσης. Η Ρωσία ωστόσο επενδύει αναλογικά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ της – περίπου 6,7% με 7,1%, γεγονός που δημιουργεί ανησυχίες για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα αυτής της στρατηγικής.
Ο ίδιος ο Πούτιν παραδέχθηκε πρόσφατα ότι οι αμυντικές δαπάνες βρίσκονται σε μη βιώσιμα επίπεδα, προαναγγέλλοντας μείωσή τους από το 2026. Παράλληλα, υψηλόβαθμοι Ρώσοι αξιωματούχοι –όπως ο ΥΠΟΙΚ Ρεσέτνικοφ και η διοικήτρια της Κεντρικής Τράπεζας Ναμπιουλίνα– εξέφρασαν ανησυχία για την υπερθέρμανση της ρωσικής οικονομίας και τον κίνδυνο ύφεσης.
Η ανάπτυξη της Ρωσίας το 2023 και το 2024 υπήρξε υψηλή (3,6% και 4,1% αντίστοιχα), ωθούμενη κυρίως από τις πολεμικές δαπάνες. Ωστόσο, η εικόνα αλλάζει το 2025, με δυτικές αναλύσεις –όπως του Bloomberg– να κάνουν λόγο ακόμη και για κίνδυνο τραπεζικής κρίσης εντός των επόμενων 12 μηνών.
Ποιος θα αντέξει περισσότερο;
Η οικονομική αντοχή στη νέα εξοπλιστική κούρσα τίθεται πλέον στο επίκεντρο. Ο υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας, Ράντοσλαβ Σικόρσκι, δήλωσε ότι η Ρωσία βαδίζει στην ίδια αδιέξοδη πορεία με τη Σοβιετική Ένωση, την οποία «κατέρρευσε λόγω υπερβολικών εξοπλισμών».
Από την άλλη πλευρά, το ΝΑΤΟ επίσης πιέζεται. Χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία και το Βέλγιο έχουν ήδη εκφράσει επιφυλάξεις για τον νέο στόχο του 5%, επικαλούμενες δημοσιονομικά όρια και υψηλά επίπεδα χρέους. Η Ιταλία, για παράδειγμα, προσπαθεί να λογίσει ακόμη και έργα υποδομών (όπως μια νέα γέφυρα στη Σικελία) ως στρατιωτική δαπάνη.
Το Ινστιτούτο SIPRI κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: οι περισσότερες νατοϊκές χώρες έχουν ήδη υψηλό χρέος και περιορισμένα περιθώρια για νέες δαπάνες. Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία και ΗΠΑ περιλαμβάνονται στη λίστα των πλέον ευάλωτων.
Η άνοδος των αμυντικών δαπανών τόσο από τη Ρωσία όσο και από το ΝΑΤΟ εγείρει κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον: Ποια πλευρά θα εξαντληθεί πρώτη; Ποια οικονομία θα αντέξει το βάρος μιας παρατεταμένης εξοπλιστικής πίεσης;
Η Ρωσία ήδη στέλνει μηνύματα περιορισμού, αναγνωρίζοντας έμμεσα τους κινδύνους. Το ΝΑΤΟ από την άλλη εντείνει τη στρατιωτική του κινητοποίηση, αλλά ενδέχεται να αντιμετωπίσει ενδοσυμμαχικές τριβές και κοινωνικές αντιδράσεις αν ο λογαριασμός γίνει πολιτικά δυσβάσταχτος.
Η επόμενη δεκαετία, μέχρι το 2035, θα δείξει αν η παγκόσμια ασφάλεια θα ενισχυθεί από την εξοπλιστική «αποτροπή» ή θα απειληθεί από τα οικονομικά της όρια.
Be the first to write a comment.