«Μετά την 7η Οκτωβρίου, τίποτα δεν είναι όπως πριν στη Μέση Ανατολή». Η δήλωση αυτή του Αμερικανού επιχειρηματία και στενού συνεργάτη του Donald Trump, Tom Barrack, αποτυπώνει εύγλωττα την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει σήμερα την περιοχή, αλλά και τις δυσκολίες της αμερικανικής στρατηγικής μετά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου 2023.
Δύο χρόνια αργότερα, το γεωπολιτικό σκηνικό εμφανίζεται ακόμη πιο περίπλοκο. Η πρώτη επέτειος της 7ης Οκτωβρίου βρίσκει τον Trump στη δεύτερη θητεία του, έχοντας δεσμευτεί για αποκλιμάκωση, απελευθέρωση ομήρων και σταδιακό τέλος του πολέμου. Παράλληλα, είχε εξαγγείλει την αναβίωση και επέκταση των Συμφωνιών του Αβραάμ, επιδιώκοντας να χαράξει ισχυρό αποτύπωμα στη διπλωματία της Μέσης Ανατολής.
Ωστόσο, αυτές οι επιδιώξεις δεν έλαβαν υπόψη τις βαθύτερες αντιθέσεις της περιοχής. Η στρατηγική του Benjamin Netanyahu — από τη συνέχιση της πολεμικής εκστρατείας στη Γάζα και τα σχέδια προσάρτησης της Δυτικής Όχθης έως την αντιπαράθεση με το Ιράν και τη Συρία — παρέσυρε τον Trump σε ένα πλέγμα αποφάσεων χωρίς σαφή διέξοδο. Όπως σημειώνουν αναλυτές στην Ουάσινγκτον, «η απερισκεψία του Netanyahu και η ανοχή της αμερικανικής κυβέρνησης κινδυνεύουν να ακυρώσουν οριστικά το όραμα των Συμφωνιών του Αβραάμ».
Σε μια προσπάθεια να ανακτήσει τον έλεγχο, ο Trump παρουσίασε ενώπιον Αράβων ηγετών στα Ηνωμένα Έθνη ένα σχέδιο 20 σημείων για τον τερματισμό της σύγκρουσης στη Γάζα — μια απόπειρα εξισορρόπησης ανάμεσα στο Ισραήλ και τον αραβικό κόσμο, που φιλοδοξεί να διασώσει το υπόλοιπο της αρχιτεκτονικής των Συμφωνιών του Αβραάμ.
Κεντρικό στοιχείο της πρότασής του ήταν η δέσμευση να αποτραπεί οποιαδήποτε προσάρτηση της Δυτικής Όχθης, με την προειδοποίηση ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην κατάρρευση των περιφερειακών συμφωνιών. Ο πρώην στρατιωτικός σύμβουλος του αμερικανικού ΥΠΕΞ, συνταγματάρχης Abbas Dahouk, υπογράμμισε ότι «αν και οι Συμφωνίες του Αβραάμ υφίστανται ακόμη τυπικά, το μέλλον τους φαντάζει ολοένα πιο αβέβαιο».
«Κάθε ισραηλινή απόπειρα προσάρτησης της Δυτικής Όχθης θα αποτελούσε κόκκινη γραμμή για την πλειονότητα των αραβικών κρατών», πρόσθεσε, «θέτοντας σε κίνδυνο όχι μόνο τις συμφωνίες ομαλοποίησης, αλλά και την προοπτική περιφερειακής ενσωμάτωσης και μιας λύσης δύο κρατών».
Οι Συμφωνίες του Αβραάμ, που υπεγράφησαν το 2020, αποτέλεσαν θεμέλιο λίθο της πρώτης θητείας του Trump και της προσπάθειάς του να επανασχεδιάσει τη Μέση Ανατολή μέσω μιας πιο ρεαλιστικής, οικονομικά εστιασμένης διπλωματίας. Ωστόσο, η αναζωπύρωση της κρίσης στη Γάζα ανέτρεψε αυτούς τους υπολογισμούς.
Η Σαουδική Αραβία έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα επιστρέψει σε συνομιλίες εξομάλυνσης χωρίς αναγνώριση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους και ξεκάθαρη δέσμευση στην αρχή των δύο κρατών — όροι που ούτε η Ουάσινγκτον ούτε το Τελ Αβίβ δείχνουν πρόθυμες να αποδεχθούν.
Η κρίση κορυφώθηκε με την ισραηλινή επιχείρηση στη Ντόχα κατά στελεχών της Χαμάς, η οποία ανέδειξε το χάσμα ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ισραήλ. Παρά τους ισχυρισμούς Ισραηλινών αξιωματούχων ότι είχαν ενημερώσει την Ουάσινγκτον, ο Trump το διέψευσε κατηγορηματικά, κάνοντας λόγο για «μονομερή ενέργεια».
Το διπλωματικό αποτέλεσμα ήταν ολέθριο: στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ περισσότερες από 100 χώρες, με αιχμή τη Σαουδική Αραβία και τη Γαλλία, υπερψήφισαν την αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους, αψηφώντας την αμερικανική αντίθεση. Ο αναλυτής του Middle East Institute, Brian Katulis, δήλωσε στην Asharq Al-Awsat ότι «το μήνυμα προς τον Trump είναι σαφές: όσο παραβλέπει το παλαιστινιακό ζήτημα, η προοπτική διεύρυνσης των Συμφωνιών του Αβραάμ με τη Σαουδική Αραβία παραμένει ανύπαρκτη».
Η σχέση Trump–Netanyahu έχει περάσει από περιόδους στενής σύμπλευσης σε ανοιχτή αντιπαράθεση. Ο Trump επιχειρεί να προβληθεί ως «διαμεσολαβητής ειρήνης», την ώρα που ο Netanyahu παραμένει προσηλωμένος σε στρατιωτικές επιλογές.
Οι συνεχείς αλλαγές της Ουάσινγκτον — από την άρση κυρώσεων κατά της Συρίας έως την αναθέρμανση διαύλων επικοινωνίας με το Ιράν — αιφνιδίασαν το Ισραήλ και ενίσχυσαν την αμοιβαία καχυποψία. Ο Dahouk επισημαίνει ότι «οι ΗΠΑ εκπέμπουν συχνά αντιφατικά μηνύματα: από τη μια προωθούν αποκλιμάκωση, από την άλλη επικροτούν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ, κάτι που ο Netanyahu αντιλαμβάνεται ως σιωπηρή έγκριση».
Από τον Ιανουάριο, οι δύο ηγέτες έχουν συναντηθεί τέσσερις φορές στον Λευκό Οίκο — επαφές που άλλοτε αποκάλυψαν προσωπική χημεία και άλλοτε βαθιές διαφωνίες. Όπως παρατηρεί ο Katulis, «ούτε ο Trump ούτε ο Netanyahu λειτουργούν με μακροπρόθεσμο στρατηγικό όραμα· και οι δύο κινούνται βάσει εσωτερικών πολιτικών σκοπιμοτήτων και όχι με συνεκτικό σχέδιο για την περιοχή».
Ένα χρόνο μετά την 7η Οκτωβρίου, η αμερικανική κοινή γνώμη παρουσιάζει σημαντική μεταστροφή. Ενώ στην αρχή κυριαρχούσε η αλληλεγγύη προς το Ισραήλ, η παρατεταμένη σύγκρουση στη Γάζα έχει προκαλέσει κόπωση και αμφισβήτηση, ακόμη και μέσα στους κόλπους των Ρεπουμπλικανών.
Η Marjorie Taylor Greene, εξέχον μέλος του κινήματος MAGA, κατηγόρησε ανοιχτά το AIPAC για υπερβολική επιρροή στο Κογκρέσο, ενώ δημοσκοπήσεις του Pew Research Center δείχνουν ότι το 50% των Ρεπουμπλικανών κάτω των 50 ετών έχει πλέον αρνητική στάση απέναντι στο Ισραήλ, κυρίως λόγω της διαχείρισης της κρίσης στη Γάζα.
Παρά τις τριβές, οι στρατιωτικές και οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ–Ισραήλ παραμένουν ακλόνητοι. Η ετήσια αμερικανική βοήθεια ύψους 3,8 δισ. δολαρίων, στο πλαίσιο Μνημονίου Κατανόησης που υπογράφηκε το 2016 επί Barack Obama και εφαρμόζεται από το 2019, συνεχίζεται κανονικά. Παράλληλα, το Κογκρέσο εγκρίνει νέες συμφωνίες εξοπλισμών, τροφοδοτώντας το στρατιωτικό–βιομηχανικό σύμπλεγμα.
ΠΗΓΗ: IBNA
Comments are closed for this post.