του Αλέξη Κωνσταντίνου*
Είναι πράγματι αληθές ότι ο διαχωρισμός των ρόλων του Γενικού Εισαγγελέα και του Δημόσιου Κατήγορου στην Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί ένα ζήτημα που συζητείται εδώ και χρόνια, ιδίως σε σχέση με τις αρχές της διάκρισης των εξουσιών, της ανεξαρτησίας, της δικαιοσύνης και της διαφάνειας.
Τούτο δε ειδικότερα εξαιτίας του γεγονότος ότι ο Γενικός Εισαγγελέας συγκεντρώνει, σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρα 112 και 113) στο πρόσωπό του τις ιδιότητες του Νομικού Συμβούλου της Δημοκρατίας, του Δημόσιου Κατήγορου και του Επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας και πιο συγκεκριμένα γιατί την ίδια στιγμή ενόσω παρέχει νομικές συμβουλές στην εκτελεστική εξουσία, πχ. τον ΠτΔ, τους Υπουργούς, την κυβέρνηση, είναι και ταυτόχρονα υπεύθυνος για την άσκηση ποινικών διώξεων κατά οιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία.
Αυτή η διττή ιδιότητα σε συνδυασμό με το ανέλεγκτο των ενεργειών του, αφού δεν υπόκειται σε κανενός είδους έλεγχο (δικαστικό ή κοινοβουλευτικό) παρά το γεγονός ότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται είτε ακίνδυνο είτε ότι εξοικονομεί χρόνο και υπηρετεί το κράτος δικαίου εντούτοις δημιουργεί ουσιώδη προβλήματα και προκαλεί σοβαρή αρρυθμία στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, δεδομένου του γεγονότος ότι ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας δεν ενισχύει τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την ανεξαρτησία σε ένα σύγχρονο ευνομούμενο κράτος, όπως η σημερινή Κυπριακή Δημοκρατία.
Αυτό ανενδοίαστα απεδείχθη πλέον σε πληθώρα υποθέσεων ιδίως δημοσίου συμφέροντος και εμπλοκής δημόσιων αξιωματούχων, όπου ο Γενικός Εισαγγελέας την ίδια στιγμή που υποχρεούται βάσει Συντάγματος να συμβουλεύει νομικά τους αξιωματούχους την ίδια στιγμή είναι και ο αρμόδιος να τους διώξει ποινικά, υπάρχει δηλαδή έκδηλη σύγκρουση καθηκόντων και ανυπέρβλητο συνταγματικό αδιέξοδο, το οποίο οδηγεί σε ελλιπή διαχωρισμό των εξουσιών και φαλκιδεύει τη δημοκρατική αρχή.
Πληθαίνουν έτσι εμφατικά οι φωνές το τελευταίο διάστημα που εισηγούνται το θεσμικό διαχωρισμό και ειδικότερα τη διατήρηση της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα να είναι νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας με την αποψίλωση όμως της εκτελεστικής του εξουσίας του να ασκεί ποινικές διώξεις, η οποία να ανατεθεί στον Δημόσιο Κατήγορο (Director of Public Prosecutions), ο οποίος όμως είναι ανεξάρτητος τόσο από τον Γενικό Εισαγγελέα όσο και από την εκτελεστική εξουσία, όπως άλλωστε επισυμβαίνει σε άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς και η Αυστραλία.
Ακόμη ειδικότερα μετά το «ξέσπασμα» διάφορων υποθέσεων, όπως το σκάνδαλο των «χρυσών διαβατηρίων», την απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. σχετικά με αναστολή ποινικής δίωξης πολιτικού προσώπου για τον βιασμό 28χρονης και την καταδίκη της Κυπριακής Δημοκρατίας εξαιτίας του γεγονότος ότι η αιτήτρια δεν είχε πρόσβαση στον φάκελο της δικογραφίας, την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κράτος Δικαίου (2025), η οποία διαπιστώνει ότι η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας μέσω του Γενικού Εισαγγελέα εποπτεύει τις έρευνες διαφθοράς υψηλού επιπέδου, ενόσω την ίδια στιγμή επιχειρείται η αναδιάρθρωσή της αλλά ιδίως η υπόθεση του Θανάση Νικολάου αποτέλεσαν αφενός τη θρυαλλίδα αναζωπύρωσης της συζήτησης διαχωρισμού του διττού ρόλου του Γενικού Εισαγγελέα και της μεταβίβασης των αρμοδιοτήτων του στον Δημόσιο Κατήγορο και αφετέρου του ζητήματος της διαφάνειας των διαδικασιών έρευνας και ακόμη περισσότερο τον τρόπο και τα κριτήρια που επιλέγει να διώξει, είτε στον τρόπο που αρχειοθετεί υποθέσεις ο Γενικός Εισαγγελέας.
Έτσι, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει ήδη εγκρίνει μια σειρά νομοσχεδίων για τον εκσυγχρονισμό της Νομικής Υπηρεσίας και της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, προεξάρχοντος αυτού που κατατέθηκε στη Βουλή στις 10 Ιουλίου 2025 και προβλέπει τον εν λόγω διαχωρισμό και τη δημιουργία του νέου θεσμού του Δημοσίου Κατηγόρου και του Βοηθού του, με οκταετή θητεία μη ανανεώσιμη, η οποία θα λήγει και στην περίπτωση που το πρόσωπο υπερβεί το 68ο έτος της ηλικίας του, θα διορίζεται από τον ΠτΔ, θα αναλάβει αποκλειστικά την άσκηση των ποινικών διώξεων και θα δημοσιοποιεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας τα κριτήρια δυνάμει των οποίων ασκεί αυτές.
Η εφαρμογή του νέου θεσμικού πλαισίου προβλέπεται να τεθεί σε ισχύ στα τέλη του 2027, ενώ έχει εκφραστεί επιφύλαξη αναφορικά με τη συνταγματικότητα του νομοσχεδίου ή εάν και κατά πόσο χρειάζεται συνταγματική μεταρρύθμιση ή μπορεί ο διαχωρισμός να επιτευχθεί μέσω εσωτερικών αλλαγών της Νομικής Υπηρεσίας ή το πως θα περιοριστεί το ανέλεγκτο της άσκησης ή μη ποινικής δίωξης στην πράξη, ποιος και από ποιον θα γίνεται ο έλεγχος και τι θα ισχύσει στις εν εξελίξει υποθέσεις.
Παρά όμως τις όποιες επιφυλάξεις και αντιδράσεις είναι βέβαιον ότι τα οφέλη είναι απείρως περισσότερα, αφού ο εν λόγω διαχωρισμός θα συμβάλλει στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, τον περιορισμό των πολιτικών παρεμβάσεων, την αυξημένη διαφάνεια και την επαύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο Κράτος – Δικαίου, στην αποτελεσματικότερη και πιο αμερόληπτη άσκηση ποινικής δίωξης και γενικότερα προσιδιάζει περισσότερο σε ένα Κράτος, το οποίο έχει απαγκιστρωθεί από παρωχημένες αποικιοκρατικές αντιλήψεις που φοβικά στοιβάζει τις εξουσίες σε ένα πρόσωπο κριτή – κρινόμενο και δύναται να διαχέει με διαφάνεια την ιδιάζουσας σημασίας λειτουργία της άσκησης της ποινικής δίωξης στους νευρώνες απόληξης του δικαϊκού συστήματος, όπως ο Δημόσιος Κατήγορος και ο Βοηθός του, που πρέπει να ευρίσκονται πλησίον της κοινωνίας των πολιτών και να αφουγκράζονται τον παλμό της, επί σκοπώ ευχερέστερης εμπέδωσης του Κράτους – Δικαίου.
*Ο Αλέξης Κωνσταντίνου είναι Ακαδημαϊκός – Δικηγόρος
Be the first to write a comment.