Οι τελευταίες εξελίξεις στην εμπορική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών προκαλούν αναταραχή στη βιομηχανική Ευρώπη. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε νέους δασμούς, δημιουργώντας μεγάλη αβεβαιότητα και ανασφάλεια στις γερμανικές και ευρωπαϊκές βιομηχανίες.

Η Volkswagen, μία από τις κορυφαίες αυτοκινητοβιομηχανίες της Γερμανίας, επιχειρεί να αποτρέψει την επιβολή δασμών 25% στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα μέσω διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση Τραμπ. Ο διευθύνων σύμβουλος Όλιβερ Μπλούμε αποκάλυψε ότι εξετάζεται η μεταφορά παραγωγής της Audi στις ΗΠΑ, με στόχο τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας και την αποφυγή επιπλέον κόστους.

Η Βόρεια Αμερική θεωρείται βασική περιοχή ανάπτυξης για τον Όμιλο VW και οι συζητήσεις με τις ΗΠΑ είναι, όπως σημειώνει ο Μπλούμε, «εποικοδομητικές». Η εταιρεία δηλώνει έτοιμη να ενισχύσει τον ρόλο της ως αξιόπιστου επενδυτή και συνεργάτη στην αμερικανική αγορά.

Οι ανακοινώσεις της Ουάσινγκτον έχουν προκαλέσει σοκ στον βιομηχανικό τομέα της Ευρώπης, καθώς οι ΗΠΑ αποτελούν την κορυφαία εξαγωγική αγορά για τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες. Παρά την προσωρινή αναστολή των επιπλέον δασμών κατά 20%, ισχύουν ακόμη οι υφιστάμενοι φόροι —10% στα αυτοκίνητα και 25% σε χάλυβα και αλουμίνιο.

Την ίδια ώρα, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ανησυχούν για τον πιθανό “πλημμυρισμό” της αγοράς τους από κινεζικά προϊόντα που δεν μπορούν πλέον να εξαχθούν στις ΗΠΑ. Παράλληλα, η αμερικανική κυβέρνηση επιδιώκει να απομακρύνει την Ευρώπη από την Κίνα, ιδιαίτερα στον τομέα της τεχνολογίας.

Στο πλαίσιο αυτό, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσαντ, προσπαθεί μέσω διαπραγματεύσεων να δελεάσει την ΕΕ, προτείνοντας μείωση εμπορικών φραγμών με αντάλλαγμα τη μείωση των σχέσεων με την Κίνα —ειδικά στην τεχνητή νοημοσύνη και τη δορυφορική τεχνολογία.

Ένας ακόμα παράγοντας που επιβαρύνει την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα είναι η ενίσχυση του ευρώ. Η ανατίμηση του ενιαίου νομίσματος αναμένεται να φτάσει τα 1,15 δολάρια μέχρι το τέλος του 2025, και ενδεχομένως τα 1,20 το 2026, καθιστώντας τις ευρωπαϊκές εξαγωγές πιο ακριβές.

Οι προβλέψεις για την ευρωζώνη κάνουν λόγο για σοβαρή επιβράδυνση — από συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 0,3%-0,5%, πλέον μιλάμε για άνοδο του αντίκτυπου σε πάνω από 1%, γεγονός που φέρνει την οικονομία της Ευρώπης στο χείλος της ύφεσης.

Η ΕΚΤ ανταποκρίνεται με μείωση των επιτοκίων στο 2,25%, σε μια προσπάθεια να τονώσει την οικονομία. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοιμάζει πακέτο έκτακτης ανάγκης για να αντιμετωπιστούν οι αναταράξεις.

Η Ευρώπη διατηρεί σημαντικό εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ (157 δισ. ευρώ στα αγαθά), αλλά και σοβαρό έλλειμμα στις υπηρεσίες (109 δισ. ευρώ), κυρίως στον τεχνολογικό τομέα. Η ΕΕ επιδιώκει νέες εμπορικές συμφωνίες, όπως με την Mercosur, αλλά οι συνομιλίες με τις ΗΠΑ αποδεικνύονται περίπλοκες.

Εσωτερικά, η ΕΕ παρουσιάζει διχασμό: κάποιες χώρες θέλουν ήπια στάση, ενώ άλλες ζητούν πιο αποφασιστική αντίδραση. Προς το παρόν, αποφασίστηκε τρίμηνη αναβολή για ενδεχόμενα αντίμετρα, εν αναμονή των επόμενων κινήσεων του Λευκού Οίκου.

Η διαφωνία αφορά και τα ευρωπαϊκά πρότυπα ποιότητας και ασφάλειας, τα οποία οι ΗΠΑ θεωρούν “εμπορικά εμπόδια”. Επίσης, η Ουάσινγκτον επιμένει στον ΦΠΑ, τον οποίο χαρακτηρίζει έμμεση επιδότηση.

Το ερώτημα παραμένει: θα καταφέρει η Ευρώπη να παραμείνει ενωμένη απέναντι στις πιέσεις Τραμπ, ή οι εσωτερικές διαιρέσεις θα αποδυναμώσουν την αντίστασή της;

ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ