Του Νίκου Μούδουρου,
Λέκτορα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Αντιμετωπίζει οικονομική κρίση η Τουρκία; Χρησιμοποιώντας μόνο τους τεχνικούς όρους της κυρίαρχης οικονομικής αντίληψης, κάποιος μπορεί εύκολα να φτάσει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει “οικονομική κρίση” γιατί δεν σημειώνεται συρρίκνωση της οικονομίας τα τελευταία δυο συνεχόμενα τρίμηνα. Αντίθετα από το 2018 και μετά η τουρκική οικονομία καταγράφει σχετική και κάποτε ασθενική μεγέθυνση.

Το 2018 ήταν στο 2,9%, το 2019 ήταν στο 0.9%, το 2020 – πρώτη χρονιά της πανδημίας – η μεγέθυνση καταγράφηκε στο 1,8%. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του τουρκικού κράτους, αλλά και της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οικονομία της χώρας το 2021 αναμένεται να μεγεθυνθεί περίπου στο 7%-8%. Συνεπώς πως μπορεί να αξιολογηθεί η δραματική κοινωνικοοικονομική κατάσταση που βιώνεται τουλάχιστον τους τελευταίους έντεκα μήνες που η τουρκική λίρα έχασε περίπου το 70% της αξίας της έναντι δολαρίου και ευρώ;

Προτού καταγραφούν κάποια βασικά στοιχεία για το μέγεθος της κοινωνικής ανισότητας, θα ήταν χρήσιμη η τοποθέτηση της σημερινής χαοτικής κατάστασης σε ένα συγκεκριμένο αναλυτικό πλαίσιο. Αυτή η δοκιμή, μπορεί ίσως να οδηγήσει σε σφαιρικότερα συμπεράσματα.

Η Τουρκία βρίσκεται ενώπιον μιας νέας φάσης στην κορύφωση των συγκυριών δομικής κρίσης. Δηλαδή των συγκυριών εκείνων στις οποίες ταυτίζεται η κρίση του μοντέλου οικονομικής μεγέθυνσης με την πολιτική κρίση (ή την κρίση στο κράτος). Στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο αυτής της συγκυρίας δομικής κρίσης, η εξουσία Έρντογαν δεν μπορεί να ενοποιήσει τα συμφέροντα της επιχειρηματικής ελίτ, όπως μπορούσε για ένα μεγάλο διάστημα της προηγούμενης εικοσαετίας. Ούτε και μπορεί να επηρεάσει καταλυτικά τα πλατιά στρώματα της μισθωτής εργασίας, τα οποία επίσης την τελευταία εικοσαετία διευρύνονται σε αριθμητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Στην πιο πάνω φωτογραφία ο παρουσιαστής του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του φιλοκυβερνητικού TGRT στις 23/11, διαφημίζει με περηφάνια ότι η Τουρκία έχει πλέον την πιο φθηνή εργασία, ιδιαίτερα ελκυστική για επενδύσεις από το εξωτερικό. Με τον κατώτατο μισθό να μειώνεται στα 220 δολάρια και τον τίτλο της είδησης να είναι «σε εμάς ο εργάτης είναι πολύ φθηνός!»

Στο πολιτικό επίπεδο, οι επιπτώσεις της δομικής κρίσης κορυφώνονται εξαιτίας της φθοράς της κοινωνικής στήριξης που έχει η κυβέρνηση. Αυτή η δυναμική διαδικασία εξαναγκάζει τον βασικό πυρήνα της εξουσίας, δηλαδή το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), να γίνεται πιο ευαίσθητο σε κάποιες κομματικές συμμαχίες (π.χ. με το ακροδεξιό ΜΗΡ), σε διεκδικήσεις συγκεκριμένων επιχειρηματικών κύκλων και σε έντονη απόρριψη των διεκδικήσεων κάποιων άλλων.

Γιατί επιμένει ο Έρντογαν στην πολιτική χαμηλών επιτοκίων; Δεν βλέπει μήπως την δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της μεγαλύτερης μερίδας της κοινωνίας που ούτως ή άλλως βρίσκονταν είτε στον πυρήνα είτε στην περιφέρεια των εκλογικών του ποσοστών για τόσα χρόνια; Μερικές αναλύσεις εξηγούν την επιμονή σε χαμηλά επιτόκια στις ιδεολογικές του αγκυλώσεις όπως η αντίθεση της ισλαμικής θρησκείας στον τόκο και την τοκογλυφία. Άλλες αναλύσεις ερμηνεύουν την πολιτική του ως αποτέλεσμα της ανικανότητας του ίδιου και των συνεργατών του. Ή ακόμα και ως συνέπεια του «αποκεφαλισμού» των ειδικών της οικονομίας. Άλλες ερμηνείες επικεντρώνονται στη ζημιά που προκαλεί το προεδρικό σύστημα και ο τρόπος που λειτουργεί τα τελευταία τρία χρόνια.

Τα προαναφερθέντα δεν αποκλείονται στο ένα ή στον άλλο βαθμό. Ωστόσο ο βασικός προσανατολισμός της κυβέρνησης της Τουρκίας ακριβώς μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 και ιδιαίτερα μετά το 2013, καθώς και οι ανακατατάξεις στο μπλοκ εξουσίας, μάλλον υποδεικνύουν ότι η επιμονή στην πολιτική χαμηλών επιτοκίων (που συμβάλει στην υποτίμηση του νομίσματος) είναι μια ορθολογιστική επιλογή για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων συγκεκριμένων μερών της επιχειρηματικής ελίτ. Συγκεκριμένα η γενική στρατηγική της κυβέρνησης βασίζεται στην διάσωση επιχειρηματικών κύκλων που επικεντρώνονται στον κατασκευαστικό τομέα, στον τομέα του τουρισμού, στο εξαγωγικό εμπόριο, αλλά και στην παραγωγή για την εσωτερική αγορά. Το τελευταίο αφορά εκατοντάδες επιχειρήσεις μεγάλου και μικρομεσαίου μεγέθους που επικεντρώνονται στην παραγωγή προϊόντων έντασης εργασίας. Το σύνολο των προαναφερθέντων επιχειρηματικών κύκλων δεν διακρίνεται για την εύκολη πρόσβαση στις δανειοδοτήσεις σε ξένο νόμισμα. Ούτε από την κατοχή υψηλής τεχνολογίας. Αντίθετα, τείνουν προς τον δανεισμό σε τουρκικό νόμισμα και τα χαμηλότερα επιτόκια τους διευκολύνουν. Την ίδια στιγμή υπογραμμίζουν ότι η υποτίμηση της λίρας σε “ανεκτά επίπεδα” μπορεί να ευνοήσει το εξαγωγικό εμπόριο και να συμπιέσει τους μισθούς σε επίπεδα που η Τουρκία να ανανεώνει τη σημασία της ως “χώρα φθηνής εργασίας”(!).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση θεωρεί ότι μέσα από τα χαμηλά επιτόκια θα συμβάλει στην αύξηση της παραγωγής, αύξηση των εξαγωγών και συνεπώς σταδιακή αύξηση της ρευστότητας σε ξένο συνάλλαγμα που με τη σειρά του θα σταθεροποιήσει (τα χαμηλά επίπεδα) την αξία της τουρκικής λίρας. Στο μεταξύ ο πληθωρισμός παρουσιάζεται ως το “προσωρινό αναγκαίο κακό” που πρέπει να υπομένουν οι μισθωτοί στον δρόμο για τη “νίκη της οικονομικής ανεξαρτησίας”. Η συνταγή αυτή μάλιστα παρουσιάζεται ως η εναλλακτική απέναντι στις πολιτικές λιτότητας που προτείνουν οι “αντίπαλοι” επιχειρηματικοί κύκλοι, διαμέσου της υιοθέτησης προγραμμάτων της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Στο μεταξύ όμως: Την περίοδο 2019-2020, το πλουσιότερο 20% της Τουρκίας κατέχει το 47,5% του εθνικού εισοδήματος, ενώ το φτωχότερο 20% του πληθυσμού περιορίζεται στο 5,9%. Το πλουσιότερο μέρος του πληθυσμού έχει περίπου 8 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο μέρος της κοινωνίας. Η διευρυμένη ανεργία το 2020 έφτασε στο 27%, αριθμός που δείχνει το δράμα 9,6 εκατομμυρίων ανθρώπων. Το 2021 ξεπερνούν τα 10 εκατομμύρια. Ο κατώτατος μισθός για το 2021 ήταν 2.825 Τ.Λ., δηλαδή περίπου 220 ευρώ. Είναι πιο κάτω από το όριο της φτώχειας που έφτασε (με τον πληθωρισμό Νοεμβρίου 2021) στις 10.221 Τ.Λ., αλλά και από το όριο της πείνας που είναι στις 2.955 Τ.Λ.

Το 2020, 38,8% των μισθωτών – δηλαδή περίπου 7.5 εκ. άνθρωποι – εργάζονταν με μισθό λιγότερο από το κατώτατο όριο. Ενώ 12.5 εκ. άνθρωποι εξαναγκάστηκαν την ίδια περίοδο με μισθό που κυμάνθηκε 1.5% πάνω από τον κατώτατο μισθό. Συγκριτικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι το 2006 στην Τουρκία ο μέσος μηνιαίος μισθός ήταν ο διπλάσιος του τότε κατώτατου μισθού, ενώ το 2019 ο μέσος μηνιαίος μισθός είναι μόλις 1.41 φορές μεγαλύτερος του κατώτατου μισθού. Με αυτό τον τρόπο η Τουρκία μετατρέπεται σε μια «κοινωνία κατώτατου μισθού».

 

 

 

Vouli TV