του David A. Graham*

Το περιστατικό με τον Ντόναλντ Τραμπ και την ανάρτηση της εικόνας από την ταινία Apocalypse Now, στην οποία απεικονίζεται ως ο αντισυνταγματάρχης Κίλγκορ με το παραλλαγμένο σύνθημα «I love the smell of deportations in the morning», δεν είναι ένα μεμονωμένο συμβάν. Αντιθέτως, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο μοτίβο πολιτικού λόγου που χαρακτηρίζει ολόκληρη την περίοδο της διακυβέρνησής του: τη συστηματική χρήση βίαιης ρητορικής, πολεμικών μεταφορών και απειλητικών εικόνων ως εργαλεία πολιτικής επικοινωνίας.

Το οξύμωρο είναι εμφανές: ο ίδιος άνθρωπος που επιχειρεί να προβληθεί διεθνώς ως υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης, δεν διστάζει να καλλιεργεί δημόσια τη φαντασίωση ενός εσωτερικού «πολέμου» απέναντι σε αμερικανικές πόλεις και πολίτες. Η αντιφατικότητα αυτή δεν είναι απλώς σημειολογική· αποκαλύπτει τον διττό χαρακτήρα της στρατηγικής Τραμπ. Από τη μία πλευρά επιδιώκει την αναγνώριση στο διεθνές πεδίο ως «ειρηνοποιός», από την άλλη απευθύνεται στο εσωτερικό του ακροατήριο με σκληρή, επιθετική γλώσσα που κινητοποιεί συναισθήματα φόβου, αγανάκτησης και ανάγκης για «τάξη».

Η επιλογή της ταινίας Apocalypse Now δεν είναι τυχαία. Ο Κίλγκορ, σύμβολο της στρατιωτικής αυθαιρεσίας και του παραλογισμού του πολέμου στο Βιετνάμ, λειτουργεί ως πρότυπο μιας κουλτούρας ωμής ισχύος. Μεταφέροντας το σενάριο αυτό στο εσωτερικό μέτωπο, ο Τραμπ υπονοεί ότι η ίδια λογική «στρατιωτικής καταστολής» μπορεί να εφαρμοστεί σε αμερικανικές μεγαλουπόλεις, όπως το Σικάγο. Πρόκειται για μια μορφή πολιτικής απειλής που θολώνει τα όρια ανάμεσα στην ασφάλεια και στον πόλεμο, ανάμεσα στη δημόσια τάξη και στη στρατιωτική κατοχή.

Το ακόμα πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι η σταδιακή «κανονικοποίηση» αυτής της ρητορικής. Εκεί όπου πριν από λίγα χρόνια θα ήταν αδιανόητο να ακούγεται από έναν Αμερικανό πρόεδρο κάτι που παραπέμπει σε στρατιωτική επέμβαση εναντίον της ίδιας της χώρας του, σήμερα μοιάζει σχεδόν αναμενόμενο. Η επαναλαμβανόμενη χρήση τέτοιων εικόνων καθιστά το κοινό πιο ανεκτικό, μειώνει το σοκ και εγκαθιδρύει ένα νέο κατώφλι πολιτικού αποδεκτού λόγου.

Η άμεση αναδίπλωση του Τραμπ –η προσπάθειά του να αποστασιοποιηθεί από την ανάρτηση χαρακτηρίζοντάς την «fake news»– μαρτυρά την τακτική φύση αυτής της επικοινωνίας. Ο ίδιος ελέγχει το πλαίσιο: από τη μία ρίχνει τη «βόμβα» της απειλής, ενισχύοντας την εικόνα του «σκληρού ηγέτη», από την άλλη μπορεί να υποχωρήσει ελαφρώς, διατηρώντας ανοιχτό το πεδίο ερμηνειών για διαφορετικά ακροατήρια. Με τον τρόπο αυτό καλλιεργεί και τους δύο πόλους: τον φόβο και την προσδοκία για «λύση».

Συνολικά, το περιστατικό φανερώνει πώς η πολιτική του Τραμπ μεταφράζεται σε έναν συνεχή πόλεμο εικόνων και λέξεων, όπου η βία δεν είναι απλώς πολιτική πρακτική αλλά και βασικό επικοινωνιακό εργαλείο. Αυτή η ρητορική υποσκάπτει τη δημοκρατική κουλτούρα και εδραιώνει μια πολιτική κανονικότητα που μοιάζει όλο και πιο συμβατή με αυταρχικά πρότυπα ηγεσίας.

"συντάκτης του theatlantic.com